Η Ελλάδα υποφέρει από τον «πυρετό» της νέας γρίπης: όπου σταθούμε ακούμε ειδήσεις για περιστατικά στη χώρα μας και στο εξωτερικό. Οι πληροφορίες δημιουργούν έντονη αίσθηση κινδύνου. Η κατάσταση είναι σοβαρή και χρειάζεται έλεγχο, όμως αυξάνει το άγχος του κοινού σε μη υγιή επίπεδα, γεγονός που παράγει συμπτώματα στρες ή τη φοβία ότι νοσούμε όταν αυτό στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει. Η μετάβαση από την υγιή ανησυχία στο υπερβολικό άγχος διαχωρίζεται από μια λεπτή γραμμή:

είναι ρεαλιστικό να ανησυχούμε για τη διάδοση της νέας γρίπης, αλλά προβληματικό όταν αρχίζουμε την αυτοδιάγνωση και την παρερμηνεία των συμπτωμάτων. Γιατί όμως υπάρχει τόσος φόβος για τη νέα γρίπη; Ένας λόγος είναι το επικοινωνιακό παιχνίδι, που συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας και την προσοχή του κόσμου. Η κόντρα των υπέρμαχων και των αντίθετων στα εμβόλια, η εξάπλωση του ιού, τα θανατηφόρα επεισόδια εντείνουν την περιέργεια και ταυτόχρονα το στρες του κοινού.

Επιπρόσθετα, υπάρχει απώλεια εμπιστοσύνης προς την πληροφόρηση και την αξιολόγηση των πληροφοριών. Οι αιρετικές απόψεις δημιουργούν κλίμα ψυχολογικής αστάθειας και αναποφασιστικότητας. Ο τρόμος της απώλειας ελέγχου παίρνει διαστάσεις φοβίας: «Ποιον να εμπιστευθώ διαγνωστικά;» «Ποια τα συμπτώματα;», «Μήπως νοσώ;» «Ποιος θα με σώσει;». Κανένας δεν γνωρίζει πώς ακριβώς θα συμπεριφερθεί αυτός ο ιός και οι αναγγελίες θανάτου εξαιτίας του μας υπενθυμίζουν ότι όλοι είμαστε ευάλωτοι. Ωστόσο, το να στρεσαριστούμε υπερβολικά και να υπεραγχωθούμε δεν αποτελεί λύση. Η έντονη ανησυχία προκαλεί συμπτώματα στρες που μοιάζουν με αυτά της γρίπης (π.χ. δυσκολία αναπνοής, εφίδρωση, σφίξιμο στο στήθος). Χρειάζεται να έχουμε έγκυρη πληροφόρηση, αίσθηση ελπίδας και προσωπικής δύναμης, επικοινωνία με τους αγαπημένους μας και ένα σχέδιο δράσης.

Η δρ Λίζα Βάρβογλη είναι ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια, επιστημονική συνεργάτις της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.