ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΕΠΑΝΕΚΔΙΔΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΕΚΔΟΤΗ

ΚΑΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΤΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ.

ΤΟ ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ «ΤΟ ΤΡΙΤΟ

ΣΤΕΦΑΝΙ» ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΕ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΥΗ ΣΤΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΞΑΝΑΓΙΝΕΤΑΙ ΜΠΕΣΤ-ΣΕΛΕΡ. ΤΙ ΕΙΝΑΙ

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ

ΤΑΧΤΣΗ, ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ;

«Ο Ταχτσής ακτινογράφησε τον νεοελληνικό μικροαστισμό». Αυτό το θεώρημα χρησιμοποίησε η κριτική και πολλές φορές κρύφτηκε από πίσω του. Κάποιοι ουσιαστικά υπονοούν ότι όσο η μικροαστική τάξη παραμένει η κυρίαρχη ελληνική τάξη, Το τρίτο στεφάνι, περίπου ως παθογένεια, θα μας ακολουθεί και θα εξακολουθεί να μας αρέσει. Πρόκειται όμως όχι μόνο για μικρόψυχη οπτική, αλλά και για περιορισμένη οπτική. Διότι αρνείται να δει το σύνολο του συγγραφικού εγχειρήματος του Ταχτσή, την πιο πολύπλοκη σχέση με την εποχή που το δημιούργησε, τα ανοίγματα που νέες αναγνωστικές προσδοκίες βρίσκουν σε αυτόν τον τόσο επίμονο, αλλά και συνάμα τόσο πολλαπλό και ρευστό συγγραφέα. Για να το δει κανείς όμως το πράγμα έτσι, θα πρέπει να σταματήσει να βλέπει τον Ταχτσή-συγγραφέα-του-ενόςβιβλίου και να κοιτάξει το στοίχημα που βάζουν τα υπόλοιπα κείμενά του. Με πρώτο τον κύκλο διηγημάτων Τα ρέστα, μάλλον το αρτιότερο βιβλίο του.

«Προσοχή, ο τίτλος είναι παγίδα» έγραψε κάποτε ένας κριτικός. Γιατί Τα ρέστα, όσο κι αν άλλα σε κάνει να πιστεύεις ο τίτλος, δεν είναι απλώς μία σειρά από ιστορίες που περίσσεψαν στο συγγραφικό εργαστήρι μετά Το τρίτο στεφάνι. Όταν ο Ταχτσής, μέσα στη Χούντα, αποφάσισε να μαζέψει ήδη δημοσιευμένα και αδημοσίευτα διηγήματά του σε βιβλίο, ο στόχος του ήταν πολύ πιο πολύπλοκος· το αποτέλεσμα ήταν μια από τις πιο ριζοσπα- στικές συλλογές διηγημάτων στα ελληνικά, ένα συναρπαστικό παιχνίδι με τα όρια της αυτοβιογραφίας και της αφήγησης, και μια καίρια πρόταση για τον ρόλο που παίζει η σεξουαλικότητα στη διαμόρφωση του (συγγραφικού) υποκειμένου.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ένα αγόρι μεγαλώνει στην Αθήνα, κάτω από την επιβλητική σκιά γιαγιάς, μάνας και μιας μεταπολεμικής Ελλάδας που από παντού μυρίζει καταπιεσμένη επιθυμία. Ή, μάλλον, πολλά αγόρια που γίνονται πολλοί παρόμοιοι άντρες. Όλες οι ιστορίες μοιάζουν ατελή αυτοβιογραφικά σκίτσα που σταματούν για να ξεκινήσουν αλλιώς. Ή, αλλιώς, όλες οι ιστορίες γυρίζουν γύρω από τον ίδιο ήρωα που μας παρουσιάζεται κάθε φορά σε διαφορετική εκδοχή. Τα ρέστα καταλήγουν, έτσι, να προτείνουν την αυτοβιογραφία ενός πολλαπλού εγώ. Γράφει σε μια κριτική της η Καίη Τσιτσέλη το 1974: «Ο Ταχτσής ακροβατεί στην κόψη της αλήθειας, με τα μάτια ανοικτά, κι αυτά τα ατελή, παραπλανητικά κομμάτια του εαυτού του, τα κάνει τέχνη, και συγχρόνως, ανατομία της τέχνης».

Όπως ο Σαββόπουλος

Ο εαυτός σε κομμάτια: δεν μπορεί κανείς να μη σκεφθεί ότι την ίδια εκείνη περίοδο ο Διονύσης Σαββόπουλος ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει παλαιότερα τραγούδια του μπλεγμένα με αυτοβιογραφικές αφηγήσεις ως Δέκα Χρόνια Κομμάτια (1975)· ο Ταχτσής με Τα ρέστα κάνει, νομίζω, κάτι ανάλογο. Τα ρέστα, μία σειρά διηγημάτων που είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται σε περιοδικά το 1964, πρωτοσυγκεντρώθηκαν σε βιβλίο το 1972 και απέκτησαν την τελική τους μορφή το 1974, είναι, τηρουμένων των αναλογιών, τα Δέκα Χρόνια Κομμάτια του Ταχτσή. Δεν πρόκειται για ευφυολόγημα: από τον Μπομπ Ντίλαν μέχρι το ευρωπαϊκό σινεμά, και από τους ψυχεδελικούς μέχρι τους μεταδομιστές, η ιδέα του κατακερματισμένου υποκειμένου δεν προσδιορίζεται μόνο ως παραδειγματική εμπειρία της εποχής που αναγνωρίζουμε ως «τα ΄60s»· γίνεται και ο προνομιακός τρόπος για να καταλάβει κανείς τη δυναμική της.

Σεξουαλικότητα

Η κατακερματισμένη και αυτοαναφορική αφήγηση έρχεται όμως εδώ να υπηρετήσει ένα μεγαλύτερο σχέδιο. Αν στο Τρίτο στεφάνι ο Ταχτσής είχε βάλει τους ακατάσχετους προσωπικούς μινυρισμούς δυο γυναικών να πλαισιώσουν τη μεγάλη Ιστορία και τη μικροαστική κοινωνία, στα Ρέστα ξεκινά αντίθετα. Εδώ, το κοινωνικό πλαίσιο επιβάλλεται και δημιουργεί τον προσωπικό λόγο και την επιθυμία ενός ήρωα/αφηγητή/συγγραφέα που θέλει να αυτοβιογραφηθεί. Αφήγηση μαθητείας που εν τούτοις φαλτσάρει αριστοτεχνικά.

Στην πρώτη ιστορία, ο ήρωας προσπαθεί να προλάβει τα θελήματα που τον βάζει να κάνει η μάνα του χωρίς να καθυστερήσει ή να χάσει τα ρέστα· δεν πετυχαίνει πάντα κι έτσι δεν ξεφεύγει ούτε το ξύλο της ούτε την απειλή, «ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή». Στον επίλογο του διηγήματος, ο αφηγητής, ως ενήλικος πια, θα μας πληροφορήσει ότι δεν εκπλήρωσε τη μητρική προσδοκία: «Αχ βρε μάνα…

ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας».

Με διαφορετικά προσωπεία ο ήρωας, καθώς μεγαλώνει από ιστορία σε ιστορία, έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με παρόμοιες κοινωνικές επιταγές και τις περισσότερες φορές αποτυγχάνει: η «μοντέρνα» ανδρική εμφάνιση, το σχολείο και τα «αρρενωπά» μαθηματικά, η κοινωνική θέση, τα σεξουαλικά παιχνίδια με το ίδιο και η «κατάκτηση» του άλλου φύλου, ο έρωτας, το πανεπιστήμιο· όλα επιβάλλονται ως επικλήσεις κοινωνικής αξίας ( πρέπει να γίνεις/κάνεις αυτό ), με όλα ο ήρωας αναμετράται και σχεδόν όλες τις φορές κάτι δεν πάει καλά, κάπου ο ίδιος πάντα περισσεύει. Σχεδόν πάντα οι κοινωνικές αυτές «εγκλήσεις» αναδεικνύονται σχετικές με το κοινωνικό φύλο, την κοινωνική θέση του άνδρα και της γυναίκας, τον ανδρισμό και τη γυναικότητα. Και η αδυναμία του ήρωα να εναρμονιστεί πλήρως συνδέεται, όσο προχωρούν τα διηγήματα, σχεδόν πάντα με την ομοφυλοφιλία του.

Ιστορία την ιστορία, ο πολλαπλός ήρωας αρχίζει να εξερευνά όχι μόνο τους ασφυκτικούς προσδιορισμούς του κοινωνικού φύλου, αλλά και τη σύνδεσή του(ς) με την ερωτική επιθυμία. Διαβασμένα σήμερα, μερικά διηγήματα εκπλήσσουν με την ερωτική τολμηρότητά τους: αυνανισμός με άλλα αγόρια, εφηβικός σεξουαλικός πειραματισμός, περιστασιακές ερωτικές εμπειρίες σε πάρκα και τουαλέτες. Καθώς η σεξουαλικότητα αναδύεται, οι ιστορίες γίνονται πιο περίπλοκες, πλαισιώνονται με σχόλια που χειραγωγούν και διαψεύδουν τις προσδοκίες του αναγνώστη, γεμίζουν κειμενική ειρωνεία. Καθώς από ένα σημείο και μετά η σεξουαλική εμπειρία συνδέεται ευθέως με την αφήγηση και τη γραφή («κλειδωνόμουνα στο δωμάτιό μου και περιέγραφα στο ημερολόγιό μου τι είχα κάνει όλο το βράδι»), Τα ρέστα μοιάζουν όλο και περισσότερο να μιλάνε για την παράλληλη κατάκτηση του αφηγηματικού και του σεξουαλικού εαυτού. Στην τελευταία ιστορία ο αφηγητής είναι πια συγγραφέας, γράφει για τις δυναμικές γυναίκες της οικογένειάς του και ρίχνει και μια χοντροκομμένη αυτοψυχανάλυση κατά την οποία «θυμάται» την πρώτη του ερωτική επιθυμία: ειρωνευόμενος και τον εαυτό του, μάλλον, και τις προσδοκίες των αναγνωστών του, θα καταλήξει να περιγράφει την ερωτική θαλπωρή που ένιωσε κάποτε, ως βρέφος, δίπλα στον γυμνό… πατέρα του!