Το πρωινό εκείνης της Τρίτης ο Γιάννης Λούλης έφθασε στο Μαξίμου πριν από τον Κώστα Καραμανλή. Μπήκε βιαστικά από την ανατολική είσοδο που βλέπει προς το Προεδρικό Μέγαρο κι έδειχνε μάλλον συγχυσμένος. Στον πρώτο όροφο τον περίμενε ο Θόδωρος Ρουσόπουλος και περίπου μισή ώρα αργότερα πέρασαν μαζί στο γραφείο του Πρωθυπουργού. Κατά τις πληροφορίες μίλησε πρώτος ο Λούλης μεταφέροντας μια εικόνα καταστροφής.


Oι κυλιόμενες μετρήσεις που επεξεργάστηκε έως αργά το βράδυ της Δευτέρας ο άτυπος σύμβουλος του Πρωθυπουργού έδειχναν ότι το διήμερο που είχε προηγηθεί στη Θεσσαλονίκη κατέληξε σε ένα απρόσμενο ναυάγιο για την κυβέρνηση, αλλά και προσωπικά για τον κ. Καραμανλή. Την Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008, στο Βελλίδειο Συνεδριακό Κέντρο, δίπλα στην κεντρική πύλη των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ, ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα για τη Ν.Δ. Στο κυβερνητικό επιτελείο, ακόμη κι αν είχαν αντιληφθεί ότι τα πράγματα δεν πήγαν καλά, χρειάστηκαν σχεδόν δύο 24ωρα για να διαπιστώσουν το μέγεθος της ζημιάς. Έναν χρόνο μετά, σχεδόν όλοι στη Ν.Δ. θεωρούν ότι εκείνη η Κυριακή σήμανε το τέλος της πολυδιαφημισμένης ηγεμονίας του Καραμανλή. Οι μετρήσεις έδειχναν απότομη μεταστροφή της κοινής γνώμης. Το ΠΑΣΟΚ πέρασε μπροστά και μάλιστα με «αέρα» τουλάχιστον δύο μονάδων, ενώ η εικόνα του Πρωθυπουργού είχε γεμίσει ρωγμές. Ακόμη κι αν ο Κώστας Καραμανλής διατηρούσε προβάδισμα στην καταλληλόλητα για την πρωθυπουργία, ο Γιώργος Παπανδρέου είχε αρχίσει να υπερτερεί στις περισσότερες μετρήσεις των λεγόμενων ποιοτικών χαρακτηριστικών. Είχε πάρει κεφάλι στην ικανότητα διαχείρισης της οικονομίας και, το βασικότερο, στα θέματα της διαφάνειας και την καταπολέμηση της διαφθοράς, στην οποία επένδυε επί χρόνια η Ν.Δ. για να τονίσει την υπεροχή του Πρωθυπουργού.

Καρατομήσεις. Επικοινωνιακά η 73η ΔΕΘ ήταν ένα Βατερλώ για τον Πρωθυπουργό. Δεν ήταν μόνον οι δημοσκοπήσεις, το επιβεβαίωσαν και οι εξελίξεις που ακολούθησαν τους επόμενους μήνες και οι διαδοχικές καρατομήσεις ακόμη και στενών συνεργατών του κ. Καραμανλή, έως τον ανασχηματισμό του περασμένου Ιανουαρίου. Η ΔΕΘ ήταν πάντοτε ένα κομβικό σημείο στη διαδρομή μιας κυβέρνησης, ιδίως στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Από το βήμα αυτό είχαν ανακοινωθεί γενναιόδωρα πακέτα παροχών, είχαν προαναγγελθεί σκληρά οικονομικά μέτρα, είχαν αποπεμφθεί υπουργοί. Ποτέ άλλοτε όμως το πρώτο Σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου δεν είχε ανατραπεί από τη Θεσσαλονίκη το πολιτικό σκηνικό.

Ακόμη και το πάνελ της πολυσυζητημένης συνέντευξης του κ. Καραμανλή στο Βελλίδειο μαρτυρεί την εικόνα του ναυαγίου. Απ΄ όσους πλαισίωναν πέρυσι τον Πρωθυπουργό, μόνον ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Μαξίμου Γιάννης Ανδριανός θα έχει θέση δίπλα του και στα φετινά εγκαίνια. Οι Θοδωρος Ρουσόπουλος, Γιώργος Αλογοσκούφης, Χρήστος Φώλιας και Μαργαρίτης Τζήμας έχουν απομακρυνθεί από την κυβέρνηση και κάποιοι έχουν, ουσιαστικά, πάρει τον δρόμο για την έξοδο από την πολιτική. Στα πρόσωπα του πρωθυπουργικού δράματος συγκαταλέγονται ακόμη οι Γιώργος Βουλγαράκης και Αριστοτέλης Παυλίδης, που χωρίς να είναι παρόντες στο πάνελ είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο σε εκείνη τη συνέντευξη Τύπου.

Το Βατοπέδι. Ο κ. Καραμανλής κάλυψε τους πάντες για όλα τα γαλάζια σκάνδαλα. Προσπάθησε να υποβαθμίσει τις αμαρτωλές μεταβιβάσεις δημόσιας γης στη Μονή Βατοπεδίου, που είχαν αρχίσει να κυριαρχούν στην πολιτική αντιπαράθεση, κάλυψε τον κ. Βουλγαράκη για τη «νόμιμη και ηθική» λειτουργία οφσόρ εταιρειών, καθώς και τον κ. Παυλίδη για τις εκβιαστικές μίζες του εφοπλιστή Μανούση, ενώ στήριξε απόλυτα τον κ. Ρουσόπουλο για τις εκδοτικές επιχειρήσεις της συζύγου του. Φανερά εκνευρισμένος από κάθε ερώτηση περί της κυβερνητικής «ηθικής», παρέπεμπε σε προγενέστερες απαντήσεις και απέφευγε να τοποθετηθεί ξεκάθαρα απέναντι στα ερωτήματα για τα θέματα που έκαιγαν την κυβέρνηση. Σε τέσσερις διαδοχικές ερωτήσεις περιορίστηκε σε ένα μονότονο- και αλαζονικό για πολλούς- «έχω απαντήσει». Και σε αυτό το σημείο, όπως έκριναν τότε αναλυτές και επικοινωνιολόγοι, επήλθε το «κραχ» για τον Πρωθυπουργό. Οι τηλεθεατές βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά σε έναν «στριμωγμένο Καραμανλή».

Το κακό κλίμα είχε διαφανεί από το προηγούμενο βράδυ, στην καθιερωμένη ομιλία του Πρωθυπουργού προς τις παραγωγικές τάξεις. Ο κ. Καραμανλής, έχοντας ακόμη την αίσθηση της πολιτικής υπεροχής, περιέγραψε με τα μελανότερα χρώματα την κατάσταση της οικονομίας και προανήγγειλε μια φοροεπιδρομή, χωρίς να αφήσει χαραμάδες αισιοδοξίας, όπως σχολίαζαν και κυβερνητικά στελέχη. Ακόμη χειρότερα, με αυστηρό ύφος εξέπεμψε ένα μήνυμα προς τους πολίτες, περίπου ότι εκείνοι ευθύνονται για το δημοσιονομικό αδιέξοδο της χώρας.

Μea culpa. Οι εξελίξεις για την κυβέρνηση ήταν δραματικές. Πέντε ημέρες αργότερα αποπέμφθηκε ο Γιώργος Βουλγαράκης, έναν μήνα μετά ο Θόδωρος Ρουσόπουλος, τον Ιανουάριο καρατομήθηκαν οι Γιώργος Αλογοσκούφης και Χρήστος Φώλιας. Νωρίτερα, το οικονομικό επιτελείο είχε σπεύσει να αναδιπλωθεί για τα τεκμήρια φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ το Βατοπέδι είχε φτάσει στην αυλή του Μαξίμου. Δέκα ημέρες μετά τη ΔΕΘ, ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι θα ακυρωθούν όλες οι αμαρτωλές πράξεις μεταβίβασης δημόσιας περιουσίας, τρεις μήνες μετά παραδέχθηκε την ύπαρξη σκανδάλου και αναφώνησε «mea culpa»…

Η κατάρρευση είχε αρχίσει νωρίτερα


Αρκετοί στη Ν.Δ. εκτιμούν ότι η πορεία κατάρρευσης είχε ξεκινήσει πριν από τη ΔΕΘ, αλλά δεν είχε καταγραφεί με εκκωφαντικό τρόπο, καθώς μέσα στον Αύγουστο δεν γίνονταν δημοσκοπήσεις. Το σκάνδαλο Παυλίδη είχε καθηλώσει επί δύο εβδομάδες τη Ν.Δ. στην καρδιά του περυσινού καλοκαιριού, ο κ. Αλογοσκούφης προκαλούσε πολιτική θύελλα αποδεχόμενος ότι ο προϋπολογισμός ήταν στον αέρα γιατί «πιάσαμε πάτο στα έσοδα», τα 41 μέτρα του κ. Φώλια για την ακρίβεια δεν έφερναν κανένα αποτέλεσμα. Τα μηνύματα υπήρχαν και από τις δημοσκοπήσεις, αλλά ελάχιστοι στην κυβέρνηση τα έπαιρναν υπόψη. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να μην καρπωνόταν τη φθορά της Ν.Δ., αλλά στις αρχές Ιουλίου η Ν.Δ. κατρακυλούσε σε ποσοστά κάτω του 30% στην πρόθεση ψήφου και η αξιωματική αντιπολίτευση άρχισε να υπερέχει στα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Μόλις δέκα μήνες από τις εκλογές, για την κυβέρνηση Καραμανλή φαινόταν ότι άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση. Με το ναυάγιο της ΔΕΘ εκείνο που έγινε στην πραγματικότητα ήταν ότι ένα σημαντικό τμήμα των ψηφοφόρων στράφηκε πάλι στο ΠΑΣΟΚ.