Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου το θέμα της κοινωνικής Ευρώπης αποτέλεσε κεντρικό πολιτικό στόχο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και- έστω έμμεσα, ή επιφανειακά, ή απλώς ρητορικά- ένα από τα επίμαχα θέματα της αναμέτρησης.

Εν τούτοις, η συζήτηση για την κοινωνική Ευρώπη τείνει πλέον να αποκτήσει σουρεαλιστικά χαρακτηριστικά. Μετά την ένταξη 12 χωρών από την Ανατολική Ευρώπη και τη Βαλκανική, η έννοια του ενιαίου ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου είναι ένας από τους μεγαλύτερους μύθους που κυκλοφορούν στον ευρωπαϊκό χώρο. Η σημερινή Ευρώπη των 27 είναι οικονομικά και κοινωνικά πολύ λιγότερο συνεκτική από τις ΗΠΑ, μια χώρα που δεν φημίζεται για την κοινωνική της πολιτική. Μάλιστα, η πιθανότητα εναρμόνισης των προνοιακών μηχανισμών καθίσταται, ύστερα από κάθε διεύρυνση, λιγότερο υλοποιήσιμη. Το ενδεχόμενο, για παράδειγμα, να δεχθεί η Σουηδία οποιαδήποτε πολιτική εναρμόνισης των κοινωνικών στάνταρ με τη Βουλγαρία δεν αφορά απλώς τη σφαίρα της φαντασίας, αλλά εκείνη των στατιστικών πολιτικής αυτοκτονίας. Το συναπάντημα δεν είναι πια δυνατό.

Τα κράτη-μέλη, με τις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στην πρώτη γραμμή, στο όνομα νόμιμων εθνικών γεωπολιτικών στοχεύσεων επέβαλαν μια «στρατηγική» αλόγιστης επέκτασης των (νοητών) ευρωπαϊκών συνόρων. Χώρες, δε, όπως η Ελλάδα και πολιτικές δυνάμεις όπως το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, που είναι- για λόγους εθνικής και περιφερειακής στρατηγικής- υπέρμαχοι νέων διευρύνσεων (προς τα Βαλκάνια ή την Τουρκία), υπονομεύουν οι ίδιες κάθε πιθανότητα σοβαρής κοινοτικής κοινωνικής πολιτικής. Στην Ευρώπη των 27 η διαφορά του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης όπως και η ακραία πολυμορφία των εθνικών μηχανισμών κοινωνικής προστασίας έχουν καταργήσει την ελάχιστη κοινή βάση για ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος. Εξ ου και η συνεχής ματαίωση των προσδοκιών, παρά τα μικρά βήματα προόδου.

Είναι γνωστό ότι η κοινωνική πολιτική ανήκει στην αρμοδιότητα των εθνικών κρατών. Ωστόσο, η Ευρώπη έχει καθηλωθεί πολιτικά, όχι μόνο λόγω της πολυπλοκότητας του ευρωπαϊκού σχεδίου, όχι μόνο λόγω των πολιτικών της, αλλά και λόγω της (κατά τα άλλα αναγκαίας) αρχής της επικουρικότητας (δηλαδή της ύπαρξης τομέων δράσης για τους οποίους η Ε.Ε. δεν έχει αρμοδιότητα). Αυτό που καθιστά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εξαίρεση στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ιστορία, και ως εκ τούτου πρόβλημα για την Αριστερά, είναι ότι η Ε.Ε. προώθησε ευρύτερες και βαθύτερες αγορές χωρίς να εγκαθιδρύσειως αντιστάθμισμα- ένα εξ ίσου ευρύ φάσμα κοινωνικών και ρυθμιστικών πολιτικών. Έτσι, η πολιτικοποίηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά και οι οικονομικά φιλελεύθερες αρχές που διέπουν τη συγκρότησή της, έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη ενός μειοψηφικού, πολιτικά ετερόκλητου, αλλά αριθμητικά σημαντικού πανευρωπαϊκού ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος.

Η Ευρώπη παρασύρει στην κρίση της τα συστημικά κόμματα. Η Κεντροαριστερά, της οποίας η raison d΄ tre έχει πληγεί από το κοινωνικό έλλειμμα της ευρωπαϊκής πολιτικής, διανύει μια φάση ιστορικής εκλογικής εξασθένησης, χωρίς προηγούμενο στη μεταπολεμική περίοδο. Η Κεντροδεξιά, παρά τις πρόσφατες καλές ευρωεκλογικές επιδόσεις της, ασκεί μια «κούφια» ηγεμονία, η οποία δεν θεμελιώνεται στην έλξη του δικού της προγραμματικού σχεδίου αλλά στο κενό που δημιουργεί η κρίση του αντιπάλου. Ως συνέπεια, αυτή τη στιγμή η σπονδυλική στήλη των ευρωπαϊκών κομματικών συστημάτων (οι κεντρομόλοι μετριοπαθείς δυνάμεις της Αριστεράς και της Δεξιάς) έχει- αθροιστικά- εξασθενήσει. Τα δε πρώην ευρωκομμουνιστικά κόμματα, ιστορικοί φορείς ενός αριστερού ευρωπαϊσμού (στην Ελλάδα ο πιο ευγενής και δυναμικός εκπρόσωπος υπήρξε ο Μ. Παπαγιαννάκης), είτε έχουν χάσει τον πόλεμο είτε ωθούνται προς τον ευρωσκεπτικισμό. Η Ευρώπη υπονομεύει η ίδια τις δυνάμεις που την στηρίζουν και, τελικά, υπονομεύει τον εαυτό της.

Εάν, συνεπώς, δεν αλλάξει η πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης- και δεν θα αλλάξει καθόλου εύκολα- είναι βέβαιο ότι το κενό εκπροσώπησης που δημιουργείται θα προκαλέσει πρωτόγνωρες πολιτικές κρίσεις σε εθνικό επίπεδο. Είναι βέβαιο, επίσης, ότι η πολιτική κρίση (σε συγκεκριμένες χώρες) θα μεταφερθεί από τις εθνικές ελίτ στην Ε.Ε. είτε υπό τη μορφή νέων προγραμματικών ιδεών και προώθησης νέων πολιτικών είτε υπό τη μορφή αδυναμίας υλοποίησης ανειλημμένων δεσμεύσεων. Φωνές καθόλου ευρωσκεπτικιστικές και με άριστη γνώση των ευρωπαϊκών θεμάτων, όπως του Γερμανού καθηγητή Fritz Scharpf, έφτασαν στο σημείο να καλούν τα εθνικά κράτη σε «ανυπακοή» στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, ώστε να προστατεύσουν από την ευρωπαϊκή νομολογία τα απειλούμενα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών τους. Η κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να αφεθεί αποκλειστικά στη διαχείριση των εθνικών κρατών. Αυτό απονομιμοποιεί σταδιακά αλλά ριζικά την Ε.Ε. Συγχρόνως, με βάση τα προηγούμενα, μια πράγματι ενιαία ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική δεν είναι δυνατή. Η επίκληση μιας κοινής κοινωνικής πολιτικής έχει νόημα μόνο στην προοπτική μιας Ευρώπης πολλαπλών ταχυτήτων (τουλάχιστον ως προς τους προνοιακούς μηχανισμούς) ή, οριακά, αν και πιο ρεαλιστικά, στο πλαίσιο συμπληρωματικών προς τα εθνικά ευρωπαϊκών κοινωνικών ταμείων. Μια Ευρώπη χωρίς ισχυρή κοινωνική διάσταση και χωρίς εμβληματικές μεταρρυθμίσεις σε αυτή τη κατεύθυνση, υποσκάπτει σοβαρά την προοπτική συντονισμένης μετάβασης σε ένα νέο πρότυπο πολιτειακής οργάνωσης. Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών

ΑΠΟΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

Η κοινωνική πολιτική δεν μπορεί να αφεθεί αποκλειστικά στη διαχείριση των εθνικών κρατών. Αυτό απονομιμοποιεί σταδιακά αλλά ριζικά την Ε.Ε.