Το πρώτο που παρατηρούσε άλλοτε κανείς σε περιόδους κρίσης ήταν ότι οι άνθρωποι ανασκουμπώνονταν στα γρήγορα. Σε πολέμους, φυσικές καταστροφές, επιδημίες, το αίσθημα του επείγοντος έκανε το μυαλό και τα χέρια να δουλεύουν σε έκτακτους ρυθμούς. Είναι αυτό που απουσιάζει στις σημερινές συνθήκες. Απέναντι στις απειλές που ζυγώνουν, στους κινδύνους που χτυπάνε την πόρτα του, το σύγχρονο άτομο στέκεται άπραγο, σαν μουδιασμένο και σαν να δέχεται ότι οι δυσκολίες ξεπερνούν τις δυνάμεις του.

Η οικονομική κρίση έβγαλε απλώς αυτή την αδυναμία στην επιφάνεια, δεν τη δημιούργησε. Το ότι οι άνθρωποι ήταν εξασθενημένοι ψυχικά και ηθικά, το ότι έτρεμαν τα πόδια τους ήταν κάτι που είχε κιόλας συντελεστεί. Δεν βλέπει λοιπόν κανείς γύρω του παρά μόνο τις διάφορες μορφές της δειλίας που καλλιέργησε ο πολιτισμός της απόλαυσης. Γιατί πού αλλού να αποδώσουμε αυτή τη διάχυτη κακομοιριά και μαλθακότητα παρά μόνο στην ταύτιση του ατόμου με όσα το τέρπουν; «Είναι όλα αυτά που μπορώ να ευχαριστηθώ». Έτσι σκεφτόταν και ένιωθε κάθε καλομαθημένος μέχρι πριν από μερικούς μήνες. Κι ύστερα, όταν η κρίση άρχισε να ταρακουνάει τον κόσμο του, τον γεμάτο αγαθά και φαντασιώσεις, τραντάχτηκε συθέμελα και η ιδέα που είχε για τον εαυτό του. «Δεν είμαι τίποτα αν πάψω να γεύομαι τα ευχάριστα». Η προσωπική ταυτότητα καταρρέει επειδή η ζωή παρουσιάζεται σκανδαλωδώς σκυθρωπή και δύσκολη.

Χτυπητή εδώ η διαφορά με άλλες εποχές όταν οι αναποδιές κάθε λογής έβρισκαν τους ανθρώπους λιγότερο εξαρτημένους από τις μικροηδονές. Σκεφτείτε τον Μεσοπόλεμο, σκεφτείτε ακόμη και τη μετεμφυλιακή περίοδο ή και τα χρόνια μέχρι την απριλιανή δικτατορία. Ο μόχθος εναλλασσόταν με το ξέδωμα, η σκληρή δουλειά με το γλέντι. Ο ελλαδικός άνθρωπος δεν απαιτούσε την απόλαυση, την καλωσόριζε όποτε ερχόταν. Πάνω σ΄ αυτό άλλαξε πολύ από τότε. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν τον έκαναν να ξεχάσει αυτό που πάντα γνώριζε καλά: ότι η ζωή έχει γυρίσματα και ότι το χειρότερο που μπορεί να σε βρει είναι να είσαι ανέτοιμος. Τέτοιες ανέτοιμες και λιπόψυχες γενιές μεγαλώνουν όταν συνηθίζουν να γλείφουν λιγάκι το μέλι κι έπειτα το γυρεύουν σε κάθε ευκαιρία με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω.

Oι ηδονιστές είναι κατά βάθος δειλοί, έλεγε ο Σενέκας. Ρήση που ηχεί παράδοξα σήμερα έπειτα από τόση φιλολογία γύρω από τα «δικαιώματα της επιθυμίας» και γενικά γύρω από κάθε δικαίωμα. Δεν είναι όμως να απορούμε με τη δειλία τον ηδονιστή αν σκεφτούμε πόσο σφιχτά δεμένος είναι με τα αντικείμενα και τα πρόσωπα που τον θέλγουν. Δεν διανοείται ότι μπορεί να κάνει χωρίς αυτά. Τρέμει στην ιδέα ότι μπορεί να βρεθεί στην ανάγκη να περάσει λιγότερες μέρες σε διακοπές, να διασκεδάσει λιγότερο, να κλειστεί στο σπίτι του, να κλειστεί τελικά στον εαυτό του και να τον δει δίχως τα αξεσουάρ και τα μπιχλιμπίδια με τα οποία καθρεφτίζεται στα μάτια των άλλων.

Η σκέψη του στωικού φιλοσόφου μάς οδηγεί πολύ μακριά. Μας δείχνει ότι ο εύκολος ηδονιστής στην πραγματικότητα φοβάται τη ζωή πολύ περισσότερο από ό,τι τη φθορά και τον θάνατο. Γιατί όταν ξορκίζει κάποιος με απόγνωση τα δυσάρεστα, είναι σαν να μη δέχεται ότι είναι και αυτά μέρος της ζωής και ότι η πικρία τους δίνει ένα απαραίτητο μάθημα. Αλλά για να θέλει κανείς να μάθει, σημαίνει ότι θέλει να συνεχίσει να ζει. Και ο άνθρωπος που αγωνιά μήπως πάψει να «περνάει καλά» φανερώνει τη δυσκολία του να αγκαλιάσει ολόκληρη τη ζωή, όπως είναι, με τη γλυκύτητα και με τ΄ αγκάθια της.

Το πράγμα χειροτερεύει αν γίνουμε πιο ακριβείς και πούμε ότι στην πραγματικότητα ούτε καν ηδονιστές υπάρχουν σήμερα. Μήπως μόνο εραστές της άνεσης; Ούτε κι αυτό. Μόνο τρόφιμοι της ευκολίας. Ιδού το είδος των ανθρώπων που αναπτύχθηκε ραγδαία και εκτόπισε όλα τα άλλα. Αυτοί κυριαρχούν, αυτών τα παράπονα και το κλαψούρισμα ακούγεται νυχθημερόν. Πρέπει κανείς να ψάξει πολύ για να βρει εκπροσώπους εκείνου του άλλου είδους που δεν ήταν σπάνιο στην Ελλάδα άλλοτε και που είναι τόσο περιζήτητο σήμερα παντού- από τον χώρο της οικογένειας και της εργασίας μέχρι τον χώρο της πολιτικής. Μιλώ για το είδος εκείνο που λεγόταν απλά: άνθρωποι με κότσια.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΦΟΒΑΤΑΙ

Ο εύκολος ηδονιστής στην πραγματικότητα φοβάται τη ζωή πολύ περισσότερο από ό,τι τη φθορά και τον θάνατο