ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ
ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ,
ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΗΤΙΚΟΥ,
ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΑ
Η 47ΧΡΟΝΗ ΤΟΥΡΚΑΛΑ ΣΑΜΠΑ ΑΛ
ΤΙΝΣΑΪ
«Αλτίν» στα τούρκικα σημαίνει «χρυσός» και «σάι» σημαίνει «μετρώ». Το επίθετό της, η 47χρονη Τουρκάλα συγγραφέας Σαμπά Αλτίνσαϊ, από το Τσανάκαλε, δεν το κληρονόμησε λοιπόν τυχαία. Ο παππούς της, ο Ιμπραήμ Γιαρμακαμάκης, Τουρκοκρητικός γεννημένος στα Χανιά, μπορεί να μην είχε επίθετο που να σχετίζεται με το επάγγελμά τουαλλιώς θα τον έλεγαν, πιθανόν, Κουγιουμτζή-, ήταν όμως χρυσοχόος με μαγαζί στην οδό Κανεβάρο, εμπορικό δρόμο των Χανίων, μαγαζί που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Κι όταν τον Νοέμβριο του 1923, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, τον έστειλαν με όλη την οικογένειά του στο Κιουτσούκ-κουγιού, απέναντι από τη Λέσβο, οι Τούρκοι του άλλαξαν και το όνομα. Ο πατέρας, πάλι, της Σαμπά γεννήθηκε στην Τουρκία- αντίθετα με άλλα αδέλφια του που είχαν προλάβει να γεννηθούν στην Κρήτη.

Το βιβλίο Κρήτη μου είναι με άλλα λόγια μια επιστροφή. Είναι μυθιστορηματική αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής με κεντρικό ήρωα τον Ιμπραήμ Γιαρμακαμάκη και την οικογένειά του. Μιας εποχής που διακρίθηκε για τη σκληρότητά της και για τα έντονα συναισθήματα που βίωσαν οι πρωταγωνιστές της- σε όλη την κλίμακα της αγάπης, του μίσους, της ελπίδας, της προδοσίας. Και που έχει επίσης σχολιάσει στο πολυσυζητημένο μυθιστόρημά της Αθώοι και φταίχτες , η ημέτερη Μάρω Δούκα.

Ήδη την περίοδο πριν από το 1897 οι αναταραχές και οι εξεγέρσεις των χριστιανών ήταν πολύ συχνό φαινόμενο. Το ίδιο συνέβαινε και μετά, καθώς η μεν Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο μεγάλος ασθενής, οι δε Κρήτες χριστιανοί δεν είχαν στο μυαλό τους άλλο από την ένωση με την Ελλάδα. Η Σαμπά Αλτίνσαϊ τα περιγράφει όλα αυτά: από τη μια μεριά η καθημερινή ζωή του λιμανιού, αλλά και η ζωή των οικογενειών. Από την άλλη η προβληματική συμβίωση χριστιανών και μουσουλμάνων, και τα μεγάλα γεγονότα της εποχής: η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, ο περιορισμός της εξουσίας της Υψηλής Πύλης, η άφιξη του πρίγκιπα (ή «πρίντσιπα») Γεωργίου, η αβελτηρία που επέδειξε αυτός και που ξεσήκωσε το χριστιανικό στοιχείο, ο Βενιζέλος στο Θέρισο, η κρητική βουλή και ο σταδιακός αποκλεισμός των Τουρκοκρητικών από αυτή, έπειτα ο τελικός ξεριζωμός τους. Και τα περιγράφει όλα αυτά από την πλευρά του μουσουλμανικού στοιχείου, όπως είναι φυσικό, αλλά με μετριοπάθεια, χωρίς αποκρύψεις. Άλλωστε η Σαμπά Αλτίνσαϊ, δεν θέλει να κατανείμει ευθύνες. Ανασυνθέτει την περίοδο 1898-1923 με διάθεση να περιγράψει τον κόσμο που έζησαν οι πρόγονοί της και να εστιάσει την προσοχή μας στο δράμα τους, που σε μεγάλο βαθμό είναι και δικό της δράμα. «Μαμά, τώρα θα βλέπω όνειρα στα τούρκικα;», αναρωτιέται ένα παιδί του Ιμπραήμ στο βαπόρι του ξεριζωμού. Γιατί οι Τουρκοκρητικοί ήξεραν λίγα τούρκικα. Η γλώσσα τους ήταν το κρητικό ιδίωμα της ελληνικής. Και με τους χριστιανούς μοιράζονταν περίπου τις ίδιες αντιλήψεις περί ανδρικής κρητικής λεβεντιάς.

Οι όποιες ενστάσεις αφορούν μάλλον το λογοτεχνικό μέρος του βιβλίου. Είναι, με σημερινά μέτρα, μία γραφή αρκετά συμβατική στον χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος, ενώ η τριτοπρόσωπη αφήγηση αποδυναμώνει τον κρητικό λόγο- κάτι αναγκαστικό, βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ταυτόχρονα όμως είναι ένα βιβλίο που συγκινεί και προβληματίζει, σε ένα βαθμό, για τα ζητήματα της συνύπαρξης και των πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Η Κρήτη ως νησί ικανό να παράξει δικό του, ώς ένα βαθμό αυτόνομο, πολιτισμό, θα έπρεπε να είναι το ιδανικό χωνευτήρι. Κι όμως, όπως καλά τα περιγράφει η Αλτίνσαϊ, δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Saba Αltιnsay

ΚΡΗΤΗ ΜΟΥ

ΜΤΦ. ΝΙΚΗ ΣΤΑΥΡΙΔΗ, ΕΚΔ. ΚΕΔΡΟΣ, 2008 ΣΕΛ. 448, ΤΙΜΗ: 18 ΕΥΡΩ