Η υποχώρηση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ είναι μία σταθερά που αναδεικνύουν οι έρευνες κοινής γνώμης κατά τους τελευταίους μήνες. Η κυρίαρχη ερμηνεία συνδέει, και σωστά, την εκλογική υποχώρηση με τη μεγάλη επιβάρυνση του οικονομικού ορίζοντα. Από τον Ιούνιο και μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε να μην είναι σε θέση να τροφοδοτήσει με νέες ιδέες και θέματα την πολιτική του δράση.

Γιατί όμως η κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου να ασκεί δυσμενή επιρροή στο κόμμα που συγκρότησε την εικόνα του στη βάση της αντίθεσης στον νεοφιλελευθερισμό; Μία όψη αυτού του ερωτήματος, το οποίο αφορά όχι μόνο την ελληνική αλλά και την ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά, θα αναπτύξουμε εδώ. Ο μεγάλος ιστορικός κύκλος που άνοιξε το 1989, με την κατάρρευση του μεγαλύτερου κοινωνικού πειράματος του 20ού αιώνα, άφησε την κομμουνιστογενή Αριστερά χωρίς οικονομική πυξίδα, χωρίς προτάσεις εναλλακτικής οικονομικής διαχείρισης ικανές να βρουν σημαντική απήχηση στην κοινωνία. Φυσικά, ούτε τα παλαιά κομμουνιστικά κόμματα είχαν ένα δικό τους δόγμα οικονομικής πολιτικής. Διαθέτοντας, ωστόσο, τις ισχυρές βεβαιότητες της αντικαπιταλιστικής τους κουλτούρας, όπως και την πίστη στις αρχές τής κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας, είχαν μια περισσότερο «ακομπλεξάριστη» προσέγγιση των οικονομικών θεμάτων. Ως φορείς μιας οικονομικής στρατηγικής μακράς πνοής (ο σοσιαλισμός) μπορούσαν- με λιγότερες ενοχές- να υιοθετούν μια οικονομική στρατηγική για τον βραχύ χρόνο. Στην πράξη, συνήθως προωθούσαν ένα είδος «αριστερού κεϊνσιανισμού» που τους επέτρεπε και να διαφοροποιούνται από τη σοσιαλδημοκρατία και, συχνά, να συμμαχούν μαζί της στο πλαίσιο κυβερνητικών συνασπισμών.

Σήμερα, τα παραπάνω έχουν αλλάξει. Το οικονομικό και ηθικό τραύμα του 1989 απονομιμοποίησε όχι μόνο το μοντέλο της διευθυνόμενης οικονομίας αλλά, σε ένα βαθμό, την ίδια την οικονομική σκέψη στο εσωτερικό της πολιτικής Αριστεράς (όχι της πνευματικής). Ο κριτικός λόγος (ο νεοφιλελευθερισμός φταίει για όλα) υποκατέστησε την απούσα «μεγάλη διήγηση» αλλά και τις προτάσεις βραχείας διαχείρισης. Στην ουσία, η απουσία οικονομικής πρότασης για το μέλλον ενοχοποίησε τις οικονομικές προτάσεις για το παρόν (ως διαχειριστικές και σοσιαλδημοκρατικές). Είναι ενδεικτικό ότι σπάνια η σημερινή Αριστερά μιλάει για τον κόσμο της επιχείρησης (δεν αναφέρομαι στην καταγγελία του κέρδους), ως εάν να είναι δυνατόν να υπάρξει οικονομική πολιτική, αριστερή, δεξιά ή αριστερίστικη, χωρίς μια στρατηγική για την επιχείρηση και την ανταγωνιστικότητα. Είναι, επίσης, ενδεικτικό ότι υπάρχουν απόψεις στο εσωτερικό της οι οποίες υποστηρίζουν τη θέση ότι «η Αριστερά

ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ

όπου οι οικονομικές παράμετροι έχουν γίνει πιο σημαντικές, αυτό που τελικά έχει υποχωρήσει είναι η Αριστερά ως οικονομική και ταξική δύναμη

δεν έχει λόγους να αναζητεί σχέδιο διεξόδου από την κρίση». Στην ουσία, οι απόψεις αυτές, που συχνότατα θεμελιώνονται στις πιο διεισδυτικές αναλύσεις της σημερινής κρίσης, επαναφέρουν την παλαιά θέση περί «επικαιρότητας του σοσιαλισμού», παραβλέποντας το γεγονός ότι η έλξη που ασκεί η ιδέα του σοσιαλισμού είναι βαθύτατα μειοψηφική στην Ευρώπη. Ποτέ στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο μειοψηφική (το «Θέλουμε έναν καλύτερο κόσμο» της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς έχει απήχηση γιατί, ως πολυσυλλεκτικό, δεν αναφέρεται στον σοσιαλισμό). Έτσι, για να επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα, σε μια εποχή όπου οι οικονομικές παράμετροι έχουν γίνει πιο σημαντικές, αυτό που τελικά έχει υποχωρήσει είναι η Αριστερά ως οικονομική και ταξική δύναμη. Ενώ ρητορικά ο προσανατολισμός της νέας Αριστεράς είναι οικονομικός, στην πράξη είναι περισσότερο «πολιτισμικός». Στα λεγόμενα θέματα αξιών (δικαιώματα, μετανάστες, πολυπολιτισμός), όπως και στα θέματα που αφορούν το περιβάλλον, η σημερινή Αριστερά τα καταφέρνει καλύτερα. Εάν αντί της χρηματοπιστωτικής κρίσης είχαμε μια κρίση που αφορούσε αυτά τα θέματα (την Εκκλησία, τη βία της Αστυνομίας, τον ρατσισμό κ.λπ.), τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν πολύ αποτελεσματικός στα τηλεοπτικά παράθυρα. Ως «πολιτισμική» Αριστερά είναι καλύτερα προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση τέτοιων διακυβευμάτων. Αντιθέτως, η παρουσία του ήταν αναιμική σε ένα θέμα (η κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου) που ήταν «το θέμα του» τα τελευταία 20 χρόνια. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαίωσε έτσι ότι μάλλον ανήκει σε αυτό που η αμερικανική πολιτική επιστήμη ονομάζει Left Libertarian parties. Γι΄ αυτό άλλωστε είναι, ιστορικά, πιο αδύναμος στα λαϊκά στρώματα και περισσότερο ισχυρός στα μεσαία μορφωμένα στρώματα. Είναι προφανές ότι τα παραπάνω δεν οφείλονται στη νέα ηγεσία του ΣΥΝ. Είναι ωστόσο μάλλον βέβαιο ότι η ηγεσία Τσίπρα εκ των πραγμάτων ενδυνάμωσε το υφολογικό και στυλιστικό πρότυπο της «πολιτισμικής» Αριστεράς (δεν αναφέρομαι εδώ στις ρηχές αναλύσεις περί life style).

O πυρετός ανατροπής της προηγούμενης περιόδου δεν ήταν εύρημα φαντασμένων δημοσκόπων. Κάτι γινόταν στην ελληνική κοινωνία, και αυτό το «κάτι» εξακολουθεί να είναι παρόν. Το ΠΑΣΟΚ διέψευσε τις εκτιμήσεις, μεταξύ άλλων και του γράφοντος, για τη δυσκολία ταχείας ανάκαμψής του. Δεν έχει βρει όμως την παλαιά δυναμική του- ούτε άλλωστε τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη. Η εν εξελίξει οικονομική κρίση έδειξε ότι η υποχώρηση της κουλτούρας μακροοικονομικής διαχείρισης είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που καλείται να επιλύσει η ενισχυμένη νέα ριζοσπαστική Αριστερά. Σε αυτό κυρίως το πεδίο θα κριθεί, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, η μάχη της με την Κεντροαριστερά.

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών.