Ενα τηλεφώνημα γείτονα της οικογένειας του Γιάννη Κατσιλάμπρου σε γνωστό του αστυνομικό που υπηρετεί στην Ασφάλεια Αττικής, την περασμένη Δευτέρα, αποτέλεσε την άκρη του νήματος για την εξιχνίαση της δολοφονίας της Παναγιώτας Μαζαράκη.
Επί επτά ημέρες η δήλωση της εξαφάνισής της είχε απλώς καταχωρισθεί στο βιβλίο συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Φιλοθέης και η μόνη έρευνα για τον εντοπισμό της γινόταν από ιδιωτικό ερευνητή, κατά παραγγελία του συζύγου της και καθ΄ ομολογία δολοφόνου της.
Η πληροφορία «ο άνδρας της κάτι ξέρει, ψάξτε το» έφθασε στο Τμήμα Δίωξης Ανθρωποκτονιών, το οποίο ζήτησε τον φάκελο της εξαφάνισης και στη συνέχεια πληροφορίες από το οικογενειακό περιβάλλον της Παναγιώτας Μαζαράκη. Πολύ γρήγορα οι αστυνομικοί αντελήφθησαν ότι ο σύζυγος ήξερε ακριβώς τι είχε συμβεί στην 36χρονη πιανίστρια και μητέρα δύο παιδιών: ενός αγοριού 4, ετών και ενός κοριτσιού μόλις 15 μηνών. Αποφάσισαν να συγκεντρώσουν κι άλλα στοιχεία πριν τον προσαγάγουν. Το γεγονός ότι επρόκειτο για εκπαιδευτικό τούς υποχρέωσε σε πιο προσεκτικές και διακριτικές κινήσεις. Επέλεξαν να τον περιμένουν έξω από το σπίτι του στη Φιλοθέη, το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης, χωρίς φυσικά να γνωρίζουν ότι μερικά μέτρα πιο πέρα ήταν θαμμένη η Παναγιώτα Μαζαράκη.
Η ομολογία. Η ανάκριση κράτησε λίγο, αφού σε λιγότερο από δύο ώρες οι αστυνομικοί είχαν όλες τις απαντήσεις και την ομολογία του 36χρονου μουσικού Γιάννη Κατσιλάμπρου, ενώ ο ίδιος τους οδήγησε στο σημείο που είχε θάψει τη γυναίκα του. Στο διάστημα της έρευνας που κράτησε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες, είχαν μάθει ότι ο Γιάννης Κατσιλάμπρος είχε αντιμετωπίσει προβλήματα στο παρελθόν και ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή την οποία, όμως, διέκοψε. Η οικογένεια του θύματος, πάντως, δεν φαίνεται να γνώριζε καν γι΄ αυτά τα προβλήματα, αλλά επιβεβαίωσε ότι η Παναγιώτα και ο Γιάννης, που ήταν μαζί από τα δεκαοκτώ τους, «δεν ήταν πια ευτυχισμένοι».
Σύμφωνα με την εκτίμηση έμπειρων αξιωματικών της Ασφάλειας που έχουν βρεθεί απέναντι σε εκατοντάδες δράστες εγκλημάτων, ο Γιάννης Κατσιλάμπρος «μετά την ομολογία του πέρασε σε κατάσταση απόλυτης συντριβής». Όπως εκτιμούν πάντως, όλη την προηγούμενη εβδομάδα ο 36χρονος μουσικός προσπαθούσε να συμπεριφέρεται φυσιολογικά, σαν να μην είχε καμία σχέση με την εξαφάνιση της γυναίκας του, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να παραπλανήσει τους πάντες με απώτερο στόχο όχι να εξασφαλίσει την ατιμωρησία του, αλλά να μη στερήσει από τα παιδιά του και τον πατέρα τους. «Φαίνεται να έχει τρομακτική αδυναμία στον γιο του. Τα παιδιά έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην προσπάθειά του να παραπλανήσει», λέει αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ. και προσθέτει: «Η ευκολία με την οποία παραδέχθηκε τα πάντα δείχνει ότι δεν θα μπορούσε για πολύ να κρατά το μυστικό, ούτως ή άλλως».
«Να τιμωρηθώ». Στη φυλακή οδηγήθηκε χθες μετά την απολογία του ο Γιάννης Κατσιλάμπρος. Όπως είπε στον ανακριτή, «πρέπει να τιμωρηθώ, καθώς στέρησα τη ζωή από έναν άνθρωπο και από τα παιδιά μου, τη μάνα τους». Ο 36χρονος καθηγητής Μουσικής χαρακτήρισε προβληματική τη σχέση που είχε με το θύμα και ισχυρίσθηκε ότι είχαν περιουσιακές διαφορές, αλλά αρνήθηκε ότι είχε προσχεδιάσει την εγκληματική του πράξη. Μετά τη δολοφονία, όπως είπε, «βρέθηκα σε πανικό». Όπως ισχυρίσθηκε δεν ομολόγησε αμέσως την πράξη του, θεωρώντας ότι έπρεπε να μείνει κοντά στα παιδιά του, όμως όταν βρέθηκε στην Ασφάλεια, είπε τα πάντα «γιατί σκέφτηκα ότι δεν ήταν σωστό για κείνη, να θεωρούν τα παιδιά της ότι τα εγκατέλειψε».
«Πέντε μέρες ήταν καλά, δεκαπέντε στα μαχαίρια»
Η Παναγιώτα και ο Γιάννης φαινομενικά είχαν τα πάντα: ο νεανικός παράφορος έρωτας που γεννήθηκε πριν από δεκαοκτώ χρόνια εξελίχθηκε σε γάμο πριν από μία δεκαετία, ενώ τα δύο παιδιά τους ολοκλήρωσαν την εικόνα της άψογης οικογένειας.
Οικονομικά προβλήματα δεν υπήρχαν- και οι δύο προέρχονται από εύπορες οικογένειες, είχαν υψηλό μορφωτικό επίπεδο και ζούσαν σε μια άνετη μονοκατοικία στη Φιλοθέη.
Επαγγελματικά η Παναγιώτα τα είχε καταφέρει λίγο καλύτερα από τον Γιάννη: εκείνος δίδασκε στο Αρσάκειο και επιμελούνταν μουσικά κάποιες θεατρικές παραστάσεις, εκείνη είχε παίξει ήδη στις σημαντικότερες αίθουσες της Ελλάδας και είχε συμπράξει ως σολίστ στο πιάνο με διεθνείς ορχήστρες. Σύμφωνα με την οικογένειά της, μάλιστα, η πορεία της αποτελούσε αγκάθι στη σχέση τους και λόγο ζήλειας. Η Παναγιώτα είχε επιλέξει τον γάμο με τον Γιάννη αντί για τις προοπτικές της καριέρας στην Αμερική, όπου μετά τις σπουδές της με υποτροφία, είχε εργασθεί στο Crane School of Μusic στη Νέα Υόρκη ως βοηθός καθηγητή. «Το ζευγάρι αρνιόταν να παραδεχθεί ότι η σχέση τους είχε τελειώσει. Το τελευταίο διάστημα πέντε ημέρες ήταν καλά και δεκαπέντε στα μαχαίρια, σχεδόν μισούσαν ο ένας τον άλλο». Τον επίλογο της ολέθριας σχέσης έγραψε ο Γιάννης Κατσιλάμπρος. «Δεν θα χωρίσουμε ποτέ», είπε στη γυναίκα του και αμέσως μετά τη σκότωσε.