«Θέλουν να ρίξουν τον Ινδιάνο», επαναλαμβάνει συχνά ο πρώτος Ινδιάνος πρόεδρος της Βολιβίας, ο Έβο Μοράλες, για τους δεξιούς κυβερνήτες- αντιπάλους του. Για τον σκοπό αυτό στρατολόγησαν ως σύμβουλο τον Ιταλό νεοφασίστα Μάρκο Μαρίνο Ντιοντάτο.


Τη νύκτα της 11ης προς τη 12η Σεπτεμβρίου, στο Ελ Πορβενίρ της Βολιβίας, αποσπάσματα θανάτου που συνδέονται με τις «οργανώσεις πολιτών» των αντιπάλων του Μοράλες, σκότωσαν 15 ανθρώπους ανοίγοντας πυρ εναντίον χιλίων πολιτών που πήγαιναν να διαδηλώσουν υπέρ του προέδρου της Βολιβίας. Τώρα δύο Βολιβιανοί δημοσιογράφοι καταγγέλλουν πως πίσω από τη σφαγή αυτή βρίσκεται ο Ντιοντάτο. Ηλικίας λίγο πάνω από τα 50, είναι ένας από τους «κονσιλιέρι» του Λεοπόλντο Φερνάντες, κυβερνήτη της επαρχίας Πάντο και από τους πιο ριζοσπαστικούς στη σύγκρουση με την κεντρική εξουσία του Μοράλες για την αυτονόμηση των τεσσάρων πλουσιότερων επαρχιών της χώρας. Διότι οι λεγόμενες «επαρχίες της Ημισελήνου» (Σάντα Κρους, Μπένι, Πάντο και Ταρίχα), δεν ανέχονται «τον Ινδιάνο» και τις σοσιαλιστικές πολιτικές του. Ο κυβερνήτης Φερνάντες συνελήφθη την περασμένη εβδομάδα και κατηγορείται ότι παρήγγειλε τη σφαγή των φιλοκυβερνητικών Ινδιάνων. Πριν συλληφθεί, είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο στη Βραζιλία, ελπίζοντας να τύχει της ίδιας μεταχείρισης που είχε ο Παραγουανός δικτάτορας Στρέσνερ, ο οποίος πέθανε το 2006 εξόριστος στη Βραζιλία, αλλά ο Λούλα είπε όχι.

Ο Ντιοντάτο κατηγορείται ότι οργάνωσε αποσπάσματα θανάτου και ότι συμμετείχε στην ένοπλη ομάδα που άνοιξε πυρ εναντίον των διαδηλωτών στο Ελ Πορβενίρ. Είναι ένας από τους πολλούς Ιταλούς νεοφασίστες που βρήκαν καταφύγιο στη σκιά των λατινοαμερικάνικων στρατιωτικών δικτατοριών. Είναι πολύ γνωστός στη Βολιβία, όπου εγκαταστάθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Στη Σάντα Κρους παντρεύτηκε μια ανιψιά του στρατηγού Ούγκο Μπάνσερ (ήταν στην εξουσία πραξικοπηματικά από το 1971 ώς το 1978 και μετά εκλεγμένος από το 1997 ώς το 2001) και μεταμορφώθηκε σε πλούσιο επιχειρηματία και «στρατιωτικό σύμβουλο». Δημιούργησε παραστρατιωτικές οργανώσεις για την προστασία των γαιοκτημόνων, όμως το 1999 συνελήφθη για μια υπόθεση υποκλοπών συνομιλιών με κινητά στην κορυφή των ενόπλων δυνάμεων της χώρας και, ακολούθως, κατηγορήθηκε για ξέπλυμα χρημάτων και για λαθρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών. Τον Ιανουάριο 2004 καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια κάθειρξη, όμως κατάφερε να δραπετεύσει από την κλινική όπου μεταφέρθηκε με καρδιακή ανεπάρκεια- τα ίχνη είχαν φτάσει τότε ως τον «νονό» της ιταλικής μαφίας Νίττο Σανταπάολα, με τον οποίο ο Ντιοντάτο συνεργαζόταν στα λαθρεμπόριά του. Αφού δραπέτευσε δεν έφυγε από τη Βολιβία, αλλά «εξαφανίστηκε», σύμφωνα με τις καταγγελίες, στις πλούσιες «επαρχίες της Ημισελήνου», εντάχθηκε στη λευκή αριστοκρατία τους και έγινε ένας από τους «συμβούλους» του κυβερνήτη Λεοπόλντο Φερνάντες. Ο Ιταλός νεοφασίστας φέρεται ότι οργάνωσε το παραστρατιωτικό σκέλος του αυτονομιστικού κινήματος των επαρχιών αυτών- ενόπλους οι οποίοι επιτίθενται στους Ινδιάνους, τους συνδικαλιστές και τις οργανώσεις της κοινωνίας που υποστηρίζουν την κυβέρνηση.