O διάσημος καθηγητής του ΜΙΤ Νίκολας Νεγκροπόντε συνήθιζε να επαναλαμβάνει την ίδια συμβουλή κάθε φορά που κάποια κυβέρνηση κάποιας χώρας, που ήθελε να επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξής της, ζητούσε τα φώτα του: «Ξεχάστε τις επενδύσεις σε δρόμους, υπερδρόμους και αεροδρόμια. Επενδύστε στις τηλεπικοινωνιακές υποδομές και χτίστε γρήγορα τις νέες πληροφορικές λεωφόρους. Μόνον έτσι θα κόψετε δρόμο».

Κι ένας άλλος, Έλληνας επίσης, γκουρού της e-εποχής, ο Μιχάλης Δερτούζος, έγραφε το 1998, ως «συμβουλή προς τις κυβερνήσεις»: «Ασχέτως εάν ο προμηθευτής τηλεπικοινωνιών σας είναι κυβερνητικό μονοπώλιο ή μια συνάθροιση απελευθερωμένων ανταγωνιστών, πρέπει να εξασφαλίσετε ότι τα σπίτια και οι επιχειρήσεις του έθνους σας θα διασυνδεθούν σύντομα και με καλή ποιότητα υπηρεσιών με τη νέα πληροφορική αγορά». Γιατί «όσο ισχυρότερη η τηλεπικοινωνιακή υποδομή τόσο ισχυρότερο θα είναι στο μέλλον ένα έθνος».

Με αυτήν την οπτική γωνία, ο ΟΤΕ, βασικός προμηθευτής τηλεπικοινωνιών στην Ελλάδα, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια εισηγμένη σε χρηματιστήρια εταιρεία. Είναι κρίσιμο εργαλείο εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης και, μαζί, μέτρο και δείκτης του δυναμισμού, της αυτοπεποίθησης και της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Η πώλησή του, λοιπόν, από τον κ. Καραμανλή της Ν.Δ., μέσω του κ. Βγενόπουλου της ΜΙG, στον κ. Όμπερμαν της Deutsche Τelekom, αποτελεί ένα αίνιγμα και μια τραγωδία.

Αίνιγμα, γιατί ακόμη δεν ξέρουμε γιατί πωλήθηκε ο ΟΤΕ: Από ταμειακή ανάγκηγια να κλείσουν τρύπες ενός καχεκτικού προϋπολογισμού; Από ατύχημα- επειδή το υπουργείο Οικονομίας άρχισε, λίγους μήνες πριν από την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών του 2007, να ρευστοποιεί το χαρτοφυλάκιό του στον Οργανισμό, για να μαζέψει εκλογικό, πολιτικό χρήμα, βρέθηκε

Ο πωλητής, εκείνος που εκχώρησε (κι όχι σε σπουδαία τιμή) τα κλειδιά του ΟΤΕ, σε τι μπορεί να προσδοκά να ωφεληθεί, πέραν της ενθυλάκωσης του (μάλλον χαμηλού) τιμήματος;

Μηδέν εις το πηλίκον…

εν συνεχεία αιχμάλωτο, στα νύχια ενός εταίρου- της ΜΙG- που εξαγόραζε επιθετικά και αναγκάστηκε, εν τέλει, να συμφωνήσει, όπως όπως, με τους Γερμανούς για να ξεφορτωθεί τον Βγενόπουλο; Από διαχειριστική ανεπάρκεια- επειδή έκριναν οι κυβερνώντες ότι δεν μπορούν, δεν είναι ικανοί να διατηρήσουν ακμαία, επεκτεινόμενη και κερδοφόρα την επιχείρηση υπό τον έλεγχό τους; Για κάποιον άλλον λόγο;

Και τραγωδία- γιατί όσες απορίες κι αν διατηρούμε για τις αιτίες της πώλησης, μία βεβαιότητα μένει ακλόνητη: ότι με την πώληση του ΟΤΕ σε ξένο οίκο το Ελληνικό Δημόσιο κάνει μια πρωτοφανή- για δυτικοευρωπαϊκή χώρα- ομολογία αδυναμίας, ο βασικός προμηθευτής τηλεπικοινωνιών της χώρας θα είναι πλέον μία θυγατρική ξένου οίκου (συμβαίνει και στη Μολδαβία…) και η ελληνική οικονομία εκχωρεί το βασικό εργαλείο οχύρωσης της θέσης της στον διεθνή ανταγωνισμό σε κάποιον ξένο. Αν οι τηλεπικοινωνίες είναι τα νέα «ξύλινα τείχη», η βασική προϋπόθεση για την «ενίσχυση ενός έθνους», όπως λέει ο Δερτούζος, επαφίεται πλέον στην καλή προαίρεση ενός τρίτου και τις συνέργειες συμφερόντων μαζί του.

Ακούγεται συχνά ότι σε έναν κόσμο ανοιχτών αγορών οι ξένοι επενδυτές δεν είναι απλώς αναπόφευκτοι, αλλά και περιζήτητοι. Ότι, συνεπώς, η επιλογή μιας ακμαίας ξένης εταιρείας να επενδύσει στην Ελλάδα θα έπρεπε να θεωρηθεί σημάδι ενθαρρυντικό, μια ευλογία κι όχι μια καταστροφή. Ή ότι, στο κάτω-κάτω, οι Γερμανοί μάς έχτισαν ήδη, πρόσφατα, ένα ωραίο αεροδρόμιο και πήραν, σε αντάλλαγμα, τον έλεγχο και τη διαχείρισή του.

Θα είχαν πράγματι την αξία τους τα επιχειρήματα αυτά, και θα έπρεπε στα σοβαρά να συζητηθούν, αν οι Γερμανοί- ή οι Κορεάτες, οι Σαουδάραβες ή οι Νεφελίμ, το ίδιο κάνει- είχαν αναλάβει να επενδύσουν χρήμα και τεχνογνωσία, να εκσυγχρονίσουν την υποδομή και να εκτοξεύσουν την Ελλάδα σε μια νέα πληροφορική εποχή και το μάνατζμεντ του ΟΤΕ ήταν ένα λογικό παρακολούθημα μιας τέτοιας, στρατηγικού χαρακτήρα, επένδυσης. Αλλά, στην περίπτωσή μας, η Deutsche Τelekom αγόρασε, απλώς, ένα περιουσιακό στοιχείο και μια ισχυρή θέση σε βαλκανικές αγορές από τις οποίες ήταν ώς τώρα απούσα. Πήρε ένα ρίσκο, δέσμευσε κάποια χρήματα και ελπίζει να βγει, ως αγοραστής, κερδισμένη. Ο πωλητής, όμως, εκείνος που εκχώρησε (κι όχι σε σπουδαία τιμή) τα κλειδιά του ΟΤΕ, σε τι μπορεί να προσδοκά να ωφεληθεί, πέραν της ενθυλάκωσης του (μάλλον χαμηλού) τιμήματος; Μηδέν εις το πηλίκον…