Παλιρροϊκά κύματα (τσουνάμι) με ύψος από τρία έως πέντε μέτρα μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκληθούν στον Κορινθιακό Κόλπο σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών επιστημόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Μάλιστα οι ειδικοί σημειώνουν ότι, πλέον, η παραλιακή ζώνη του Κορινθιακού είναι πυκνοδομημένη, σε αντίθεση με τη δεκαετία του ΄60.


Σημειώνεται ότι δύο φορές τη δεκαετία του 1960, δηλαδή το 1963 και το 1965, δημιουργήθηκαν κύματα τσουνάμι τα οποία είχαν ύψος πέντε και τρία μέτρα αντίστοιχα. Στην πρώτη περίπτωση τα κύματα έπληξαν την περιοχή του Αιγίου, ενώ στη δεύτερη το δυνατό κύμα προκάλεσε ζημιές στην Ερατεινή. Πάντως η περιοχή του Αιγίου έχει και στο απώτερο παρελθόν πληγεί από παλιρροϊκά κύματα, όπως για παράδειγμα εκείνο που προκλήθηκε τον Μάιο του 1748 με ύψος περί τα 10 μέτρα.

Ο κ. Ευστράτιος Δουκάκης, που είναι αναπληρωτής καθηγητής Θαλασσίων Επιστημών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο,

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Επτά φορές κατά τον 20ό αιώνα κύματα ύψους έως και 5 μέτρων είχαν πλήξει τις παράκτιες περιοχές

λέει στα «ΝΕΑ» ότι στην περιοχή του Κορινθιακού είναι δυνατόν να εμφανισθούν τέτοια φαινόμενα, τα οποία μπορούν να εκδηλωθούν λόγω ισχυρού σεισμού. «Ο Κορινθιακός είναι μία από τις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ελλάδας. Η σεισμογόνος ζώνη του έχει μήκος 130 χλμ., πλάτος 30 χλμ. και βάθος 850 μέτρα. Τα γεγονότα τσουνάμι που έχουν σημειωθεί στην περιοχή έχουν σχέση κατά κύριο λόγο με τις υποθαλάσσιες κατολισθήσεις, οι οποίες συμβαίνουν κυρίως λόγω σεισμών», λέει ο κ. Δουκάκης.

Επισημαίνει μάλιστα ότι στη διάρκεια του περασμένου αιώνα «επτά τσουνάμι έπληξαν παράκτιες περιοχές του Κορινθιακού και το ύψος των κυμάτων έφθασε τα 5 μέτρα». Χαρακτηριστικό δε είναι το ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί στην επιστημονική βιβλιογραφία, από τους ιστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα, η Ελλάδα έχει υποστεί τις καταστροφικές συνέπειες 160 και πλέον τσουνάμι τα τελευταία 3.500

χρόνια.

Και φυσικά κανείς δεν πρέπει να παραβλέπει το γεγονός ότι, καθώς η εκμετάλλευση της παράκτιας ζώνης στη χώρα μας είναι εξαιρετικά έντονη τις τελευταίες δεκαετίες, οι επιπτώσεις από την εμφάνιση ενός τσουνάμι εκτιμάται ότι θα είναι πολύ πιο σοβαρές απ΄ ό,τι παλαιότερα.

Στη νότια πλευρά

Κατά τους επιστήμονες, η νότια πλευρά του Κορινθιακού, η οποία μάλιστα είναι και υπερδομημένη, εμφανίζει- δυνητικά- τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την εμφάνιση τέτοιων φαινομένων. Εκτός από τους σεισμούς, τα τσουνάμι προκαλούνται ακόμη και από εκρήξεις ηφαιστείων. Αλλά επειδή στη συγκεκριμένη περιοχή δεν υπάρχουν ενεργά ηφαίστεια, τον ρόλο των γενεσιουργών αιτίων παίζουν οι κατολισθήσεις των υποθαλάσσιων πρανών.

Τα υποθαλάσσια πρανή είναι οι απόκρημνες πλαγιές που καταλήγουν στον πυθμένα. Οι όγκοι υλικού και πετρωμάτων που κατολισθαίνουν μπορούν να δημιουργήσουν παλιρροϊκό κύμα, όπως επίσης το ίδιο μπορεί να συμβεί και από κατολισθήσεις αποσαθρωμένων παράκτιων ζωνών. Στην περίπτωση αυτή, η ακτογραμμή υφίσταται αποσάθρωση όταν το κύμα «σκάει» στην ακτή και καθώς «επιστρέφει στη θάλασσα» παρασύρει άμμο, βότσαλα ή άλλα υλικά.

Ένας ακόμη λόγος που ο Νότιος Κορινθιακός είναι ευάλωτος στην εμφάνιση τσουνάμι είναι και οι χαμηλές κλίσεις που παρουσιάζει. Δηλαδή, μπορεί κανείς να διασχίζει την ενδοχώρα από την ακτογραμμή για 100 ή 200 μέτρα και το υψόμετρο της στεριάς να μην υπερβαίνει για παράδειγμα το ένα μέτρο. Γεγονός πάντως είναι ότι οι κλιματικές αλλαγές που συντελούνται τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη δυναμική του Κορινθιακού.

Η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη προκαλεί στη θάλασσα θερμική διαστολή, με αποτέλεσμα ο όγκος της να αυξάνεται και μαζί να ανεβαίνει η στάθμη της θάλασσας και να παρατηρούνται αποσαθρώσεις της ακτογραμμής σε πολύ μεγαλύτερη έκταση.