Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΕΠΙΝΟΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ
ΤΡΟΠΟ ΠΟΥ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ:
ΜΕΡΑ ΤΗ ΜΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΤΟ
ΔΕΔΟΜΕΝΟ. ΑΥΤΟ ΜΑΣ ΛΕΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΣ
ΧΑΒΙΑΡΑΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΣΤΗ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΓΗ ΜΕ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΟΥΝ
Το πιο συναρπαστικό μέρος αυτού του βιβλίου δεν βρίσκεται εκτός, σ΄ αυτά που παραπέμπει χωρίς να αναφέρονται ευθέως ή που αναφέρονται τόσο διεξοδικά ώστε τελειώνοντας να τα θεωρούμε αυτονόητα. «Θα σας διηγηθώ μια ιστορία…», μας λέει ο Στρατής Χαβιαράς. Αυτή είναι μια προειδοποίηση που επαναλαμβάνεται συχνά σαν μουσικό μοτίβο. Πρόκειται για παραμύθι; Δεν είναι παραμύθι γιατί είναι αληθινό, συμβαίνει ενώ διαβάζουμε και μας αγγίζει με τον πιο άμεσο τρόπο, και ταυτόχρονα είναι μύθος, ο μύθος μιας γενιάς, μιας χώρας και ενός συγγραφέα. Μια γενιά που θυσιάζεται, μια χώρα σπαραγμένη κάτω από τον γερμανικό ζυγό, ένας συγγραφέας που προσπαθεί να βρει τις σωστές λέξεις, τον σωστό τόνο για να περιγράψει την τραγωδία. Το πιο συναρπαστικό μέρος του βιβλίου είναι η μεταμόρφωση του μικρού Βασίλη, του κεντρικού ήρωα, από ακροατή σε αφηγητή. Η μεταμόρφωση δεν γίνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Ήδη από τα πρώτα κεφάλαια ενώ η θεία Μάρθα αφηγείται, κι ο Βασίλης αδημονεί ν΄ ακούσει τη συνέχεια, υπάρχουν διάσπαρτα σιωπηλά σχόλια του μικρού, η μαγιά της δικής του δημιουργικότητας. Σταδιακά ο Βασίλης ετοιμάζεται να πάρει τη σκυτάλη και ο τρόπος που συμβαίνει αυτό είναι από τα πιο γοητευτικά στοιχεία αυτού του θαυμαστού βιβλίου.

Ο Στρατής Χαβιαράς ξεκίνησε σαν ποιητής. Η εμμονή του με τη γλώσσα, η πίστη του στις λέξεις πηγάζουν από αυτό το νεανικό ξεκίνημα. Αλλά οι λέξεις μπορούν να μας προστατεύσουν; Ναι, μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας, αφού μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωση στη διάρκεια ενός μακριού, παγερού, λιμασμένου κατοχικού χειμώνα. Στη διάρκεια αυτού του χειμώνα ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας ξετυλίγεται χάρη στο πείσμα και το ταλέντο της θείας Μάρθας η οποία έχει περιθάλψει τον μικρό Βασίλη· περιπέτειες από την εποχή του Βυζαντίου ζωντανεύουν, οράματα για την ένωση Ανατολής- Δύσης, μονομαχίες, ηρωισμοί, θρησκευτικοί αγώνες και έρωτες, ενώ παρελαύνουν στυλίτες, χαλίφηδες, αμαζόνες, μαθηματικοί, στρατάρχες. Είναι ένας ιστορικός καμβάς όπου τα πιο απίθανα μπορούν να συμβούν και συμβαίνουν, οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με θανάσιμες προκλήσεις για να εμφανιστούν σε κάποιο άλλο γεωγραφικό σημείο δυνατότεροι, κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να ανακόψει αυτή τη ροή προς τα εμπρός, της οποίας η περίφημη σαύρα κρατάει το feedback.

Παράλληλα με τις αφηγήσεις, η καθημερινή ζωή στην Αιγίλειψο, όπου έχουν απομείνει μόνο τρεις κάτοικοι, συνεχίζεται. Συνεχίζεται, αλλά πώς; Είναι ένας συνεχής αγώνας ενάντια στο κρύο, την πείνα, τον εξευτελισμό, τη φυσική και ψυχική ερήμωση. Και ενώ αρχικά φαίνεται ότι είναι οι αναλαμπές της αίγλης της μεγάλης Ιστορίας, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, που κατά κάποιο τρόπο εξασφαλίζουν τη συνέχεια της μικρής μας ιστορίας στην Αιγίλειψο- τα πρωινά για παράδειγμα όταν ο Βασίλης περιπλανιέται ξεπαγιασμένος ψάχνοντας για χόρτα το μόνο που τον κρατάει είναι η λαχτάρα του ν΄ ακούσει τη συνέχεια της αφήγησης το βράδυ- όσο προχωρούμε την ανάγνωση, οι ρόλοι αντιστρέφονται σιγά σιγά· και είναι το μεγαλείο της μικρής ιστορίας που επιβάλλεται και μόνο αυτή μπορεί να μας εγγυηθεί για την αληθοφάνεια της άλλης, της μεγάλης Ιστορίας. Χάρη σ΄ αυτό το μεγαλείο, η Αιγίλειψος με τα περιπλανώμενα φαντάσματα ζωντανών και νεκρών μπορεί να μεταμορφωθεί σε επίγειο παράδεισο. Και υπάρχει μια σκηνή καταπληκτική όταν ο Βασίλης ανακαλύπτει τον παράδεισο. Είναι εξαιρετικά γραμμένη: «Πανταχού παρών σαν μελισσόπουλο, ανάμεσα σε μέλισσες μεγάλες σαν μικρά πουλιά, ανάμεσα σε πυκνόφυλλα δέντρα που λύγιζαν απ΄ τους καρπούς, ανάμεσα σε υγρά, ονειροπόλα βρύα που έζωναν τα πάντα σε μια απαλή αγκαλιά. Οι κορφές, στρογγυλεμένες απ΄ τον ουρανό, ορθώνονταν χρυσαφένιες, χαϊδεμένες απ΄ τον ήλιο, όπως οι τρούλλοι των εκκλησιών τα κυριακάτικα πρωινά, ενώ οι καμπάνες τους σήμαιναν το τέλος της γερμανικής πανούκλας».

Στρατής Χαβιαράς

ΠΟΡΦΥΡΟ ΚΑΙ ΜΑΥΡΟ ΝΗΜΑ

ΕΚΔ. ΚΕΔΡΟΣ, 2007, ΣΕΛ. 328, ΤΙΜΗ: 16 ΕΥΡΩ