Δύσκολα θα συναντήσουμε περίοδο στην ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, κατά την οποία η φερεγγυότητα των δύο μεγάλων κομμάτων να είναι τόσο χαμηλή. Οι στιγμές μεγάλης πολιτικής δυσαρέσκειας, είτε από το ένα είτε από το άλλο κόμμα, δεν ήταν λίγες τα τελευταία 30 χρόνια. Συνήθως, όμως, η απογοήτευση από το ένα κόμμα οδηγούσε σε πολιτική και ηθική ενίσχυση του άλλου. Ο γράφων δεν γνωρίζει μεταπολιτευτικά περίοδο αντίστοιχη της σημερινής, όπου κυριαρχεί η διπλή απογοήτευση και η ταυτόχρονη δυσπιστία προς τους δύο κεντρικούς σχηματισμούς του κομματικού μας συστήματος.

Μια ενδιαφέρουσα έρευνα της Κάπα Research («Το Βήμα», 1-7-07)- ενδιαφέρουσα διότι συγκρίνει, στη βάση του ίδιου ερωτηματολογίου, τα δεδομένα του Ιανουαρίου 2004 (3 μήνες πριν από τις εκλογές του 2004) με τα σημερινά (λίγους μήνες πριν από τη νέα εκλογική αναμέτρηση)- επιβεβαιώνει τα πιο πάνω και εκλεπτύνει τα συγκλίνοντα ευρήματα πολλών μετρήσεων της κοινής γνώμης.

Η Ν.Δ. είχε διαμορφώσει, τον Ιανουάριο 2004, την εικόνα μιας παράταξης δυναμικής (59,6%, έναντι 38,6% σήμερα), σοβαρής (57,3%, έναντι 46,1% σήμερα) και με αυτοπεποίθηση (55,9% έναντι 51,2% σήμερα). Αντιθέτως, τα πιο ισχυρά διακριτικά γνωρίσματα του σημερινού πολιτικού στίγματός της είναι τα ακόλουθα: συντηρητική (66,5%, έναντι 55,7% το 2004), σε σύγχυση (64,9% έναντι 40,5% το 2004) και μέτρια (60,4% έναντι 46,9% το 2004). Η Ν.Δ. έχασε, τα τριάμισι τελευταία χρόνια, τη φρεσκάδα της, τον δυναμισμό της, την αξιοπιστία της, όχι όμως και την αυτοπεποίθησή της. Επιπλέον, το κυβερνητικό έργο θεωρείται ως πλεονέκτημα γι΄ αυτήν μόνον από το 8% του εκλογικού σώματος, ποσοστό ενδεικτικό μιας ιδιαίτερα χαμηλής αξιολόγησης των οικονομικών και κοινωνικών επιδόσεων της κυβερνητικής πολιτικής της.

Είναι δυνατόν αυτή η παράταξη με αυτά τα χαρακτηριστικά και αυτή τη φθίνουσα εικόνα να θεωρείται το μεγάλο φαβορί των επόμενων εκλογών; Απολύτως ναι, με βάση τις δημοσκοπήσεις, απολύτως ναι, με βάση την αντίστοιχη εικόνα- και δυναμική- του ΠΑΣΟΚ.

Τα ισχυρά διακριτικά γνωρίσματα του σημερινού ΠΑΣΟΚ παραμένουν ίδια με εκείνα των εκλογών ήττας του 2004 και είναι τα ακόλουθα: κουρασμένο (65,7%, όσο ακριβώς και το 2004), σε σύγχυση (66,1%, έναντι 62,3% το 2004), μέτριο (63,7%, έναντι 50,3% το 2004). Επιπλέον, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανίζεται σήμερα σαν «μειονέκτημα» στην πορεία του ΠΑΣΟΚ προς την εξουσία. Ωστόσο, η κατανόηση τού ως άνω «μειονεκτήματος» ως προϊόντος των προσωπικών αδυναμιών του ηγέτη του ΠΑΣΟΚ (απουσία ρητορικής δεινότητας κ.λπ.) είναι εσφαλμένη. Η μεγάλη αδυναμία του Γ. Παπανδρέου δεν βρίσκεται εκεί (άραγε ο Κ. Σημίτης ήταν τόσο σπουδαίος ρήτορας και

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ

πολιτικού τοπίου στηρίζεται στην αρχή «ισχύς μου η αδυναμία του αντιπάλου». Όμως, οι εκλογές που έρχονται δεν ανήκουν στην κατηγορία των κλασικών εκλογών «αλλαγής»

τόσο καλός χρήστης της ελληνικής;) αλλά στην αποτυχία του να ανανεώσει με πρόσωπα και ιδέες το κόμμα, όπως και να του δώσει συνοχή (γεγονός που εξηγεί τους χαρακτηρισμούς κουρασμένο, σε σύγχυση και μέτριο). Αναμφίβολα, η πολιτική Παπανδρέου έχει αποδυναμώσει την καθεστωτική εικόνα του ΠΑΣΟΚ και έχει ενισχύσει τα κεντροαριστερά και λαϊκά χαρακτηριστικά του κόμματος [ενδεικτικά: προοδευτικό 54,2% (45,6% το 2004), νεανικό 53% (43,7% το 2004), κοντά στον λαό 52,2% (μόνο 35,9% το 2004)]. Ωστόσο, ο Γ. Παπανδρέου δεν έχει καταφέρει να πείσει για τη στόχευση του πολιτικού-προγραμματικού του λόγου, για την ικανότητά του να προτείνει στη χώρα κάτι καινούργιο και σημαντικό, για την ικανότητά του να την εισαγάγει σε έναν νέο πολιτικό κύκλο (ικανότητα που ήταν το μεγάλο ατού της εικόνας Σημίτη). Επιπλέον, η προσφυγή, ή η επιστροφή, στον συστηματικό καταγγελτικό λόγο και σε ένα είδος «ανδρεϊσμού» χωρίς τον Ανδρέα (και, μάλιστα, χωρίς την πιο κρίσιμη ιδιότητα του ιστορικού «παπανδρεϊσμού», τη δημιουργία πολιτικού γεγονότος και την πρόκληση πολιτικής έκπληξης) δεν προσιδιάζει στο ηγετικό στυλ του Γ. Παπανδρέου. Αυτό που- συχνά- παραβλέπουν οι πεφωτισμένοι επικοινωνιολόγοι των πολιτικών επιτελείων είναι ότι η παραγωγή θετικού προγραμματικού λόγου αποτελεί συντακτικό χαρακτηριστικό και αναπόσπαστο γνώρισμα ενός ισχυρού ηγετικού προφίλ: το ελκυστικό πρόγραμμα συνιστά δείκτη «ηγετικότητας», είναι κατεξοχήν ηγετική ιδιότητα (όπως η περίπτωση Σαρκοζί αποδεικνύει).

Τα ανωτέρω δείχνουν ότι η διαμόρφωση του πολιτικού τοπίου στηρίζεται στην αρχή «ισχύς μου η αδυναμία του αντιπάλου». Όμως, οι εκλογές που έρχονται δεν ανήκουν στην κατηγορία των κλασικών εκλογών «αλλαγής» (όπως ήταν οι εκλογές του 1981 και του 2004). Δεν θα κερδηθούν, συνεπώς, από την αντιπολίτευση στη βάση των κυβερνητικών αδυναμιών, στη βάση ενός αντικυβερνητικού ή αντιδεξιού συνδρόμου. Η διπλή δυσαρέσκεια των πολιτών ευνοεί τη Ν.Δ. και δημιουργεί τη βεβαιότητα νίκης της, βεβαιότητα που μεγαλώνει από το πλεονέκτημα της πρωτοβουλίας που εκ των πραγμάτων διαθέτει το εκάστοτε κυβερνών κόμμα (στιγμή προκήρυξης των εκλογών, ανασχηματισμός κ.λπ.).

Ωστόσο, αυτή η βεβαιότητα είναι το πιο «σκοτεινό» σημείο στην ανάγνωση των σημερινών πολιτικών συσχετισμών. Η βεβαιότητα νίκης ενισχύει περαιτέρω τον πιθανό νικητή, όταν αυτός ηγεμονεύει πολιτικά (οι ταλαντευόμενοι ψηφοφόροι τελικά στηρίζουν τον πιθανότερο νικητή γιατί έλκονται από το προφίλ του). Όταν ο πιθανότερος νικητής δεν ηγεμονεύει, ενισχύεται από την αμφιβολία, από την αβεβαιότητα ως προς την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης (οι ταλαντευόμενοι τον στηρίζουν για να αποτρέψουν τη νίκη του αντιπάλου). Σε περίπτωση όμως- όπως σήμεραπου η απουσία ηγεμονίας συνδυάζεται με τη βεβαιότητα νίκης, ποιος τελικά θα ενισχυθεί;

Ο Γεράσιμος Μοσχονάς είναι επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο