Ο Κώστας Σημίτης είχε, στην οκταετή θητεία του, εμπειρίες που του υποβάλλουν τις σημερινές (διακριτικές τελικά) κριτικές του, ενώ φαντάζομαι ότι και για δικές του, τότε, ιεραρχήσεις ζητημάτων θα πρέπει να προβληματίζεται. Στην προσπάθειά του για την ΟΝΕ και το ευρώ ο ίδιος πολιτικοποίησε όσο μπορούσε το ζήτημα και όντως τα κατάφερε. Στην κρίση με τις ταυτότητες, απέφυγε να προβάλει γενικότερο πολιτικό σχέδιο (εκείνο του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους…), μολαταύτα βρέθηκε περίπου μόνος και στηρίχθηκε αποφασιστικά από φωνές της κοινωνίας και της ανανεωτικής Αριστεράς. Κάτι που επίσης συνέβη ως προς την κρίση των Ιμίων. Ο πολυσυλλεκτισμός (και) του κόμματός του οδήγησε σε μιαν άσαρκη και ανιαρή χρήση του όρου «εκσυγχρονισμός». Έτσι αποστασιοποιήθηκε από ουσιαστικά προβλήματα όπως, έτσι σκόρπια, το φυσικό και αστικό περιβάλλον, η χωροταξία, η περιφερειακή συγκρότηση του κράτους, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η ριζική μεταρρύθμιση της παιδείας και της έρευνας, ο οδυνηρός εκσυγχρονισμός της γεωργίας και των συνεταιρισμών, το εκλογικό σύστημα και η ανάδειξη «νέων παικτών», οι πολυσυλλεκτικές κυβερνήσεις συνεργασίας στη θέση πολυσυλλεκτικών κομμάτων και η ανάδειξη «νέων πεδίων» πολιτικής. Από το βιβλίο του προκύπτει εμμέσως ότι ίσως θεωρεί πως τέτοια αιτήματα δεν ήταν και δεν είναι ώριμα ή δεν προβλήθηκαν αρκετά από κοινωνικά κινήματα και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Με μια γνήσια σοσιαλδημοκρατική τοποθέτηση λέει ο ίδιος στο βιβλίο ότι «δεν υπάρχει ένα “δημοκρατικό πρότυπο” από το οποίο μπορεί να συνάγεται κάθε φορά η σωστή απάντηση» και ότι η δημοκρατία είναι ένα «επιθυμητό πολιτικό και ηθικό σύστημα· ένας στόχος που πρέπει να επιδιώκουμε και συνεχώς να επανακαθορίζουμε… και που το περιεχόμενό του προκύπτει από κοινωνικούς ανταγωνισμούς και πολιτικές διαμάχες». Ορθότατο, αλλά και εμείς όλοι μας, και ο Κ. Σημίτης, μετέχουμε και στους ανταγωνισμούς και στις διαμάχες. Μάλλον θα έπρεπε, ιδίως σήμερα, περισσότερο…