ΜΕ 48ΩΡΗ καθυστέρηση αποφάσισε χθες η κυβέρνηση να προχωρήσει σε πολιτικού χαρακτήρα παρέμβαση προς την ηγεσία του ΝΑΤΟ για την αμφισβήτηση του καθεστώτος του Αϊ-Στράτη μετά την «απολύτως αβάσιμη» παρέμβαση από την πλευρά της Τουρκίας. Η στροφή της κυβέρνησης από την υπηρεσιακή και στρατιωτικοτεχνική αντιμετώπιση της νέας πρόκλησης της Άγκυρας και του ΝΑΤΟ σε πολιτική έγινε μετά την οξεία κριτική του συνόλου των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Κυρίως όμως, όπως επισημαινόταν από κυβερνητικές πηγές, από τη συνειδητοποίηση του ενδεχομένου να πληγεί το Μέγαρο Μαξίμου στα μάτια της κοινής γνώμης από τους χειρισμούς στο συγκεκριμένο θέμα.

Η απόφαση για αλλαγή στάσης ελήφθη χθες το πρωί σε σύσκεψη στο υπουργείο Εξωτερικών όπου αξιολογήθηκε και η ήδη εκπεφρασμένη θέση του υπουργείου Άμυνας για εμπλοκή και των διπλωματικών πολιτικών διαύλων στο ανώτατο επίπεδο.

Στο πλαίσιο αυτό ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ πρέσβης κ. Ζέππος πήρε εντολή να συναντηθεί σήμερα με τον γενικό γραμματέα της Συμμαχίας κ. Σέφερ. Ωστόσο, παρά τις επανειλημμένες ερωτήσεις για τον χαρακτήρα της συνάντησης και κατά πόσο θα επιδώσει διάβημα ή διαμαρτυρία, ο κ. Κουμουτσάκος περιορίστηκε να απαντά ότι «θα γίνει συνάντηση με αντικείμενο συζήτησης την τουρκική ενέργεια».

Η αλλαγή γραμμής που αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να κάνει η ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών συνοδεύτηκε και με δημόσια καταδίκη της ενέργειας της τουρκικής πλευράς- να προβάλει δηλαδή στο ΝΑΤΟ τον ισχυρισμό ότι ο Αϊ-Στράτης είναι αποστρατικοποιημένη περιοχή και ως εκ τούτου πρέπει να αναβληθεί η ΝΑΤΟϊκή άσκηση που είχε ήδη προγραμματιστεί. Επισήμως διπλωματικοί και στρατιωτικοί κύκλοι απέκρουαν τα περί στροφής και έκαναν λόγο για «σχεδιασμένη κλιμάκωση των αντιδράσεων των δύο υπουργείων ώστε να μεγιστοποιηθεί το αποτέλεσμα». Επισημαινόταν ακόμη ότι επελέγη η κίνηση προς το ΝΑΤΟ να γίνει «με όπλα που το πονούν», όπως η επισήμανση ότι η Συμμαχία δεν μπορεί να παράγει δίκαιο με τις πράξεις της και το ότι η συγκεκριμένη ενέργεια θέτει σε κίνδυνο τη συνοχή του ΝΑΤΟ.