Για αρκετά χρόνια, υπήρξε μία από τις ασφαλέστερες προβλέψεις των ειδημόνων των Τύπου: η αγορά των ημερησίων απογευματινών εφημερίδων θα ήταν πιθανότατα η πρώτη που θα αφανιζόταν υπό την πίεση των νέων δεδομένων στην αγορά των εντύπων και, γενικότερα, των Μέσων Ενημέρωσης. Τα στοιχεία, άλλωστε, ήταν αμείλικτα: μια ματιά στην ετήσια έκθεση της Διεθνούς Ένωσης Εφημερίδων «World Ρress Τrends» αρκούσε για να πεισθεί και ο πλέον αισιόδοξος για τις αυξανόμενες δυσκολίες των απογευματινών φύλλων. Πέραν της γενικής φθίνουσας πορείας- στον δυτικό κόσμο- της κυκλοφορίας των επί πληρωμή εφημερίδων, αυτές που υπέφεραν περισσότερο ήταν οι ημερήσιες και δη οι απογευματινές. Οι λόγοι προφανώς πολλοί, με βασικές αιτίες το νέο σκηνικό των Μέσων και την αλλαγή στον τρόπο ζωής: ο μέσος πολίτης είχε (και έχει) πλέον πολλές επιλογές στον ελεύθερο χρόνο του μετά τη δουλειά, από άλλα ΜΜΕ μέχρι δραστηριότητες εκτός οικίας, πέραν του ότι η επέκταση του εργασιακού ωραρίου συχνά σήμαινε πως ο ελεύθερος χρόνος ήταν σαφώς πιο περιορισμένος.

Γι΄ αυτό και οι τελευταίες τάσεις προκαλούν έκπληξη σε πολλούς, αφού η απογευματινή αγορά όχι μόνο δείχνει σημάδια ζωής αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, προκύπτει ως ενδιαφέρουσα ευκαιρία για τους εκδότες. Όχι πως εμφανίζεται απαράλλαχτη με την παλαιά εικόνα της- καθώς δεν μιλάμε τόσο για παραδοσιακά, επί πληρωμή φύλλα που εμφανίζονται στο περίπτερο το μεσημέρι όσο για νέα προϊόντα- αλλά η μετάλλαξη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αφού παρουσιάζεται σε δύο εκδοχές. Στην πρώτη, εφημερίδες όπως οι «Financial Τimes», η «Daily Τelegraph» και η «Τoronto Star» αλλά και η δική μας «Ναυτεμπορική» αναπτύσσουν τις μεσημεριανές ώρες μια ψηφιακή έκδοση σε μορφή αρχείου ΡDF (δηλαδή πλήρως σελιδοποιημένη), την οποία αποστέλλουν μέσω Ίντερνετ στους συνδρομητές τους. Αυτοί είτε τη διαβάζουν στον υπολογιστή τους είτε την

ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΕ

ιδιοκτήτης εφημερίδων, «κυνηγάμε την απογευματινή αγορά για πληθώρα λόγων, ο κυριότερος όμως είναι ότι χάσαμε πολλά τρένα την τελευταία δεκαετία και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί»…

τυπώνουν για να τη διαβάσουν εκτός γραφείου. Οι συγκεκριμένες εκδόσεις είναι ολιγοσέλιδες και περιέχουν την ειδησεογραφία της ημέρας μέχρι τη στιγμή της αποστολής, που συνήθως είναι περί τις 4 το απόγευμα. Στη δεύτερη εκδοχή, πρόκειται για δωρεάν έντυπο πολυσέλιδο προϊόν, με σημεία διανομής κυρίως τους σταθμούς του Μετρό και περιεχόμενο που δίνει έμφαση στην ψυχαγωγία- κλασικό παράδειγμα αποτελεί η «Τhe London Ρaper» που λανσάρισε πριν από μερικούς μήνες ο Ρ. Μέρντοκ. Ορισμένοι σχολιαστές μπορεί να αναφερθούν στις ειδικές συνθήκες του Λονδίνου (αφού εκεί ήδη υπάρχει επί χρόνια η επί πληρωμή «Εvening Standard»), το πείραμα ωστόσο έχει επεκταθεί και σε άλλες χώρες. Ίσως το πλέον ενδιαφέρον σημείο στην ανάκαμψη της απογευματινής αγοράς να μην είναι οι ομοιότητες των δύο εκφάνσεων αλλά οι διαφορές τους. Και αυτό διότι, εκτός από την παροχή σελιδοποιημένης ενημέρωσης προς το τέλος της (εργάσιμης) ημέρας, τα δύο μοντέλα αποκλίνουν αξιοσημείωτα: πέραν του περιεχομένου (περισσότερο ενημερωτική η έκδοση ΡDF, σαφώς πιο ψυχαγωγική η εφημερίδα του δρόμου), η ψηφιακή έκδοση προσφέρεται συνήθως ως επί πληρωμή υπηρεσία στους χρήστες της ιστοσελίδας, ενώ το δωρεάν έντυπο στον οποιονδήποτε. Έτσι, το οικονομικό της μοντέλο βασίζεται περισσότερο στον χρήστη παρά (όπως γίνεται στο δωρεάν έντυπο) στα διαφημιστικά έσοδα. Και τούτο επειδή οι διαφημιστές ακόμα προτιμούν και «στηρίζουν» το τυπωμένο προϊόν. Αυτό εξηγεί άλλωστε το παράδοξο η (χωρίς κόστος χάρτου, εκτύπωσης και διανομής) ψηφιακή εφημερίδα να κοστίζει, ενώ το έντυπο είναι δωρεάν. Άλλωστε, θεωρητικά, απευθύνονται σε διακριτό κοινό: η πρώτη στον πολυάσχολο επαγγελματία που χρειάζεται μια σύνοψη της ημέρας και η δεύτερη, στους νέους που ψάχνουν ιδέες για το βραδινό τους πρόγραμμα. Όλα αυτά, βέβαια, ενίοτε ακούγονται κάπως κατασκευασμένα καθώς, στην πραγματικότητα, τα οικονομικά αποτελέσματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Αντίστοιχα και η στρατηγική των εκδοτών: όπως έλεγε ιδιοκτήτης εφημερίδων στα περιθώρια συνεδρίου της ΔΕΕ, «κυνηγάμε την απογευματινή αγορά για πληθώρα λόγων, ο κυριότερος όμως είναι ότι χάσαμε πολλά τρένα την τελευταία δεκαετία και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί»…

Ο Κωνσταντίνος Καμάρας είναι σύμβουλος της Διεθνούς Ένωσης Εφημερίδων και αντιπρόεδρος του ΙΑΒ Εurope, πανευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαδραστική επικοινωνία.