Η ΡΟΥΚΕΤΑ της περασμένης Παρασκευής μπορεί να ξαναγέμισε τη ζωή μας με αστυνομικά και τζεϊμσμποντικά μυστήρια, από τα οποία πιστεύαμε ότι είχαμε γλιτώσει, και να επανέφερε την εθνική ατζέντα στην αρμοδιότητα του Τζον Λε Καρέ, αλλά τουλάχιστον φώτισε οριστικά ένα πολιτικό αίνιγμα που πολύ μας μπέρδευε τόσον καιρό. Το αίνιγμα της διακυβέρνησης Καραμανλή.

Πώς γίνεται να ανέθεσε ένα υπουργείο τόσο «τεχνικό», όσο είναι πλέον το Δημόσιας Τάξης, σε έναν τύπο τόσο γραφικό όσο ο Πολύδωρας, που αντικατέστησε το μάνατζμεντ με ένα κατηχητικό λατινομάθειας και πατριωτικής φιλολογίας; Πώς γίνεται να επέτρεψε την απονεύρωση μιας ευαίσθητης υπηρεσίας, όπως η Αντιτρομοκρατική, για να βολευτούν με τα επιδόματα και τις άλλες παροχές της μερικές δεκάδες ασήμαντα μικρορουσφέτια; Και πώς γίνεται, εκ των υστέρων, μετά τη ρουκέτα, η διαχείριση της κρίσης να είναι τόσο απλή- «η Ντόρα αναλαμβάνει τους Αμερικανούς, οι Αμερικανοί αναλαμβάνουν τις έρευνες, κι εμένα, αν με χρειαστείτε, θα τρώω στην ταβέρνα»;

Γίνεται. Γιατί, απλούστατα, ο Καραμανλής θεωρεί ότι η δική του δουλειά δεν είναι η διαχείριση των κρατικών υποθέσεων και του κυβερνητικού έργου. Είναι η διαχείριση του πολιτικού χρόνου.

Ανακαλώ στην μνήμη τα λόγια ενός από τους πιο φιλόδοξους και πολιτικά γυμνασμένους του επιτελείου Καραμανλή, λίγο μετά την εκλογική νίκη του 2004. «Η νίκη ήταν εύκολη», έλεγε. «Και η τετραετία θα είναι μάλλον εύκολη. Αλλά το τίμημα αυτής της ευκολίας είναι ότι δεν μας δόθηκε κανέναν πεδίο μάχης να δοξαστούμε».

Εννοούσε πως όλες οι μεγάλες αγωνίες της Ελλάδας της δεκαετίας του 90 είχαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θεραπευτεί. Το ευρώ ήταν στην τσέπη μας, η οικονομία ήταν στον αυτόματο πιλότο, η αποκοτιά των Ολυμπιακών, που παρ΄ ολίγον να τα τινάξει όλα στον αέρα, είχε βγει πέρα, η ένταξη της Κύπρου είχε απαλλάξει την Αθήνα από ένα τραύμα κι έναν βραχνά, οι σχέσεις με την Τουρκία είχαν εξευρωπαϊστεί, και το πολιτικό κόστος το είχαν πληρώσει οι προηγούμενοι. Ακόμη και η 17 Νοέμβρη, το μέγα φάντασμα της μεταπολίτευσης, είχε «εξαρθρωθεί».

Τι έμενε, λοιπόν, για τους καινούργιους; Ένα μόνον: Να διαχειριστούν την τετραετία τους με τρόπο που να εξασφαλίζει την ανανέωσή της. Να κυβερνήσουν με μόνο στόχο την εμπέδωση της πολιτικής ηγεμονίας και την επανεκλογή. Άνευ μεγάλων ιδεών και υψηλών στόχων. Άλλωστε και το κοινωνικό σώμα δεν ζητούσε πολλά. Οι άνθρωποι δεν εγκρίνουν αλλαγές παρά μόνον όταν νιώθουν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή, όταν είναι αναγκασμένοι. Και κίνητρο για να ξεβολευτεί ξανά και να ζοριστεί, μεταρρυθμιζόμενη, η Ελλάδα δεν ένιωθε να έχει. Ό,τι άλλο μεσολαβεί, λοιπόν, μεταξύ εκλογής και επανεκλογής, είτε προβλέψιμο, όπως το δημοψήφισμα Ανάν, είτε απρόβλεπτο, όπως η πτώση του Σινούκ, οι υποκλοπές ή η ρουκέτα στην πρεσβεία, αντιμετωπίζεται ως accident de parcours, ένας ενοχλητικός περισπασμός, που πρέπει να εκμηδενιστεί το ταχύτερο, με τη μικρότερη επικοινωνιακή ζημιά.

Κι έπειτα όλοι ευτυχισμένοι θα πάμε στην ταβέρνα…