Κολλήματα, προσωπικά στοιχήματα, κρυφές αμαρτίες, γρίφοι που σε καθηλώνουν, ιδέες που σε στοιχειώνουν, αγωνίες, ειδικά ενδιαφέροντα, εμμονές. Συγγραφικές εμμονές.

Σπάνια τις δηλώνουν οι συγγραφείς, αφήνοντας τους αναγνώστες να τις ανιχνεύσουν στα βιβλία τους. Αυτή τη φορά όμως, θα γίνει κάτι αλλιώτικο. Έξι τρομερά (μεγάλα) κορίτσια της λογοτεχνίας μας θα ξεκλειδώσουν τους εαυτούς τους και θα συζητήσουν με το κοινό για «κείνο που τις τρώει». Η Ρέα Γαλανάκη, η Λένα Διβάνη, η Μάρω Δούκα, η Ζυράννα Ζατέλη, η Αθηνά Κακούρη και η Ευγενία Φακίνου- που είχε την ιδέα του θέματος- θα βγουν για πρώτη φορά μαζί στη σκηνή, και με διευθύντρια ορχήστρας τη Μαρία Χούκλη θα ρίξουν φως στην κινητήρια δύναμη που τις κάνει να γράφουν. Όλα αυτά, την ερχόμενη Πέμπτη στο πλαίσιο του προγράμματος του Μegaron Ρlus, που με εμπνευστή τον Γιάννη Μάνο εγκαινιάζει έτσι μια καινούργια σειρά «διαδραστικών», θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε, εκδηλώσεων, με εκλεκτούς ομιλητές γύρω από ένα ερεθιστικό θέμα.

Όπως μάλιστα διαπίστωσε και η Χούκλη, είναι τόσο διαφορετικό το ταμπεραμέντο των «έξι», που δεν αποκλείεται να έχουμε έναρξη με ηλεκτρικούς σπινθήρες!

«Συχνά μού δημιουργείται η πολύ ενδόμυχη αίσθηση, ότι η μαγιά που συνιστά τα αγαπημένα μου θέματα και ανακινεί με τρόπο καθοριστικό τα εσώψυχά μου και κατ΄ επέκταση την πέννα μου, έχει να κάνει με κάποια πράγματα που έχω ξεχάσει, και όχι μόνο με όσα θυμάμαι», μου έλεγε προχθές η Ζυράννα Ζατέλη σκαλίζοντας τις εμμονές της. Και μιλούσε για «εκείνη την αινιγματική “παρουσία” του λησμονημένου, για τη θαμπή αν θέλετε, ανάμνηση των ξεχασμένων, για την αύρα του ανείπωτου», που έχει να κάνει συνήθως με την παιδική ηλικία, με τους ανεκπλήρωτους έρωτες ή με τον θάνατο.

Απ΄ την πλευρά της, η Ευγενία Φακίνου εμμένει κι εκείνη στην παιδική ηλικία, όχι όμως τόσο στους έρωτες όσο στην «αειφυγία των γυναικών, που δεν βολεύονται με αυτό που έχουν, που δεν αρκούνται σε μια διαμαρτυρία». Την κεντρίζουν όχι οι γυναίκες που διαμόρφωσαν την Ιστορία, αλλά εκείνες που διαμορφώθηκαν απ΄ αυτήν. Και σκαλίζει γενικότερα τη σχέση των Ελλήνων με το παρελθόν, που τους κάνει περήφανους αλλά και τους βαραίνει κιόλας. «Η χώρα μας», μου τόνιζε, «έχει μια κρυμμένη ταυτότητα που άμα θέλεις την βρίσκεις, σαν σε ένα παλίμψηστο που ξύνεις την επιφάνειά του». Στην ίδια ηλικιακή «κλάση», αλλά με περισσότερες συγγένειες μεταξύ τους, ανήκουν και οι Κρητικές Ρέα Γαλανάκη και Μάρω Δούκα. Η έμμονη ιδέα της Γαλανάκη με τα υπαρκτά ιστορικά- αλλά και τραγικάπρόσωπα, είναι δηλωμένη στα μυθιστορήματά της, που αναδεικνύουν μεταιχμιακές καταστάσεις. Όμως πίσω απ΄ αυτήν, φαίνεται η πίστη της στη δύναμη της λογοτεχνίας που επιτρέπει στον συγγραφέα «να μπολιάζει τη δική του ζωή σε άλλες ζωές είτε φανταστικές είτε πραγματικές». Έτσι που τελικά για κείνην «δεν υπάρχει πρόσωπο εκτός Ιστορίας, δηλαδή εκτός κοινωνίας και πολιτικής». Η Δούκα πάλι, πρώτα κινητοποιείται με τις καταστάσεις, με τις ιδέες, με τις εποχές, κι έπειτα καλουπώνει τους ήρωές της. Η δική της εμμονή είναι η αλλοτρίωση, η διάβρωση, η αλλοίωση του ανθρώπου στην διαδρομή του από εκείνο που είναι, προς εκείνο που θέλει να είναι και… να έχει. Βλέπει τον συγγραφικό εαυτό της σαν «συνειδητό παρατηρητή και παρατηρούμενο, πομπό και δέκτη της δυναμικής και των αντιθέσεων της εποχής» της. Η Λένα Διβάνη τέλος, με τις γυναικείες ιστορίες της, και η παλαιότερη ολωνών Αθηνά Κακούρη με τα πρώιμα αστυνομικά διηγήματα και τις Πατρινές «σάγκα» της, ορίζουν τα δύο άκρα αυτής της εξάδας. Είχαν κληθεί και η Ιωάννα Καρυστιάνη με τη Σώτη Τριανταφύλλου, θα μπορούσαν να συμμετάσχουν και άλλες καταξιωμένες συγγραφείς όπως η Έρση Σωτηροπούλου ή η νεώτερή τους Σοφία Νικολαΐδου, ωστόσο οι πολλές παρεμβάσεις ενδεχομένως να μπλόκαραν τη συζήτηση με το κοινό. Αν το καλοσκεφτεί λοιπόν κανείς, απ΄ όλες τις χώρες της Ε.Ε, η Ελλάδα ανάλογα με τον πληθυσμό της, διαθέτει το πλουσιότερο μπουκέτο καλών γυναικών συγγραφέων. Νot bad at all!

Και η «γυναικεία γραφή»; Ευτυχώς που αυτό το χιλιοειπωμένο ζήτημα δεν προκρίθηκε από τους διοργανωτές, διότι θα υποβάθμιζε την όλη υπόθεση. Η έμπειρη Μαρία Χούκλη βέβαια, έχει πρόθεση να το θέσει παίζοντας τον ρόλο του δικηγόρου του διαβόλου, επειδή ξέρει καλά ότι οι αντιδράσεις που θα προκαλέσει μπορούν να ανοίξουν νέους δρόμους στη συζήτηση. Εξάλλου, ίσως να έχει σημασία να ξανατονιστεί ότι η γυναικεία φύση έχει μεν κάποιες ιδιαιτερότητες, αλλά η (συγγραφική) ψυχή είναι ερμαφρόδιτη (Ζατέλη). Ή ότι η τυχόν γυναικεία οπτική δεν συνιστά αξιολογικό κριτήριο για τη λογοτεχνία (Φακίνου). Ή ακόμη ότι η γυναικεία πεζογραφία ναι μεν έχει ιστορικό εκτόπισμα, αλλά δεν συνιστά ξεχωριστό είδος στο περιθώριο της λογοτεχνίας (Δούκα). Από εκεί και πέρα τον λόγο θα έχει το κοινό. Άραγε το έχουν καθόλου διαμορφώσει, τα κορίτσια μας;