Χωρίς την αρχαία ψυχή η σύγχρονη Αθήνα δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα. Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο συγγραφέας, η επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νέου βασιλείου και τόπου κατοικίας του βασιλιά Όθωνα υπαγορεύτηκε περισσότερο από συμβολικές παρά από πραγματικές ανάγκες. Ανάμεσα στις προτάσεις που είχαν πέσει τότε στο τραπέζι, ήταν και η εκ περιτροπής επιλογή διαφόρων πόλεων που θα ανελάμβαναν τα καθήκοντα της πρωτεύουσας ώσπου να λυθεί οριστικά το ζήτημα με την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς και την εγκατάσταση του θρόνου και της κυβέρνησής του εκεί- φανταστείτε την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης με τη μεταφερόμενη κυβέρνηση. Η «Πολιτιστική και Λογοτεχνική Ιστορία της Αθήνας» του Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ προσπαθεί να περιγράψει την Ιστορία και το παρόν αυτής της πραγματικότητας. Διπλωμάτης, πρώην πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Αθήνα και συγγραφέας, εκτός των άλλων, του σημαντικού έργου «Το όραμα της Ιωνίας» δεν μπορεί παρά να έχει συνείδηση του αφηγηματικού όγκου που απαιτεί το εγχείρημα: δεν έχει νόημα να μιλήσεις για τη σημερινή Αθήνα αν παραβλέψεις την ιστορική Αθήνα και αν θέλεις να μιλήσεις για την ιστορική Αθήνα είσαι αναγκασμένος να πας σε ένα βάθος χρόνου τόσο μεγάλο που κινδυνεύει να μετατρέψει το παρόν σε ασήμαντη λεπτομέρεια.

Σε αυτό το κείμενό του επιλέγει τις συνοπτικές διαδικασίες. Το πέρασμα των εποχών και της Ιστορίας σημειώνονται με περιληπτικές αναφορές. Από τον Επιτάφιο του Περικλή στην καταστροφή της από τον Σύλλα και από εκεί στην παρακμή της, στο πέρασμα του Αλάριχου, στην μικρή επαρχιακή πόλη του Βυζαντίου που αργότερα παραδόθηκε στους Φράγκους Ντε Λα Ρος, στους Ατσαγιόλι πριν πέσει στα χέρια των Οθωμανών για να φτάσουμε σε εκείνη την ημέρα του Αυγούστου του 1834 όταν ο Όθων, καθισμένος στον θρόνο του μέσα στον Παρθενώνα, κοντά στο τουρκικό τζαμί άκουγε τον αρχιτέκτονα Λέο Φον Κλέντσε να του εκθέτει τα σχέδια της πρωτεύουσάς του. Ήταν τότε, αν δεν κάνω λάθος, που κάποιος πρότεινε τη μετατροπή της Ακρόπολης σε θεματικό πάρκο αρχαιοτήτων. Λεπτομέρεια που δεν αναφέρει ο συγγραφέας: ο Κλέντσε μερικά χρόνια πριν είχε χτίσει για λογαριασμό του πατέρα του Όθωνα, του φιλέλληνα Λουδοβίκου της Βαυαρίας ένα αντίγραφο του Παρθενώνα στον Μέλανα Δρυμό.

Τα προβλήματα

Από αυτή την άποψη, για τον Έλληνα αναγνώστη η ιστορία του Λιουέλιν Σμιθ με τον μάλλον φιλόδοξο τίτλο, χωρίς να πάσχει από σοβαρές ελλείψεις, δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πολλές φορές μάλιστα ο συγγραφέας της, παρασυρμένος από το συνοπτικό του άγχος, μοιάζει να μην μπορεί να ακριβολογήσει. «Το πλήθος υπολογίζεται ότι έφτανε τις διακόσιες πενήντα χιλιάδες με ένα εκατομμύριο» σημειώνει αναφερόμενος στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου επί χούντας, παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι από το ελάχιστο στο μέγιστο του υπολογισμού του μεσολαβεί ένας ολόκληρος πληθυσμός επτακοσίων πενήντα χιλιάδων ψυχών. Άλλες φορές, μοιάζει να μην έχει ξεκαθαρίσει ο ίδιος τις απόψεις του.

Όπως στην περίπτωση των Ελγινείων για παράδειγμα, όπου θέλει να υπηρετήσει και την αγάπη του για την Ελλάδα χωρίς όμως να ξεχνάει και τις υποχρεώσεις του ως διπλωμάτη. Ενώ καταγράφει τους βανδαλισμούς των πολιτικών χούλιγκαν στη Βρετανική πρεσβεία το 1999, παραλείπει να σημειώσει ότι έκτοτε η πρεσβεία έχει καταχραστεί έναν δημόσιο χώρο, αποκλείοντας την κυκλοφορία σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους των Αθηνών.

Και αν κάτι μένει στο τέλος της ανάγνωσης, αυτό είναι η διαπίστωση πως κάπου στην Ευρώπη κυκλοφορούν ακόμη οι μακρινοί απόγονοι εκείνων των φιλελλήνων οι οποίοι αντιμετώπιζαν την πραγματικότητα της σημερινής Ελλάδας ως τοπίο της συγγραφικής τους έμπνευσης.