Η αποκάλυψη των ασφυκτικά γεμάτων με πολύτιμα αντικείμενα τάφων στο Δερβένι

της Θεσσαλονίκης (16 Ιανουαρίου 1962) ξάφνιασε ευχάριστα τη διεθνή

αρχαιολογική κοινότητα και χαρακτηρίστηκε δικαιολογημένα μία από τις

σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις της μακεδονικής γης. Ήλθε μάλιστα να

προστεθεί στο μέγα γεγονός του εντοπισμού της Πέλλας από τον Φώτη Πέτσα (1957)

και να προαναγγείλει κατά ένα τρόπο την αποκάλυψη των μοναδικών ασύλητων

μακεδονικών τάφων της Βεργίνας από τον Μανόλη Ανδρόνικο (1977), που έφερε εκ

νέου στο επίκεντρο του ελληνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος τη μακεδονική

αρχαιολογία. Οι φωτογραφίες των τάφων Α και Β του Δερβενίου, που κυκλοφόρησαν

αμέσως, οφείλονταν στο δαιμόνιο Θεσσαλονικιό φωτορεπόρτερ Γιάννη Κυριακίδη,

που έσπευσε πρώτος τη στιγμή της αποκάλυψης, οι υπόλοιπες ήταν έργο του Σπύρου

Τσαβδάρογλου, που ο πρόωρος θάνατός του το 1981 στέρησε τους αρχαιολόγους της

Μακεδονίας από έναν πολύτιμο συνεργάτη και αγαπητό φίλο.

Οι τάφοι του Δερβενίου (Π. Θέμελης – Γ. Τουράτσογλου, 1997) δεν είναι γνωστοί

μόνο για τα πλούσια κτερίσματά τους, συμπεριλαμβανομένου του εκπληκτικού

ορειχάλκινου κρατήρα με την παράσταση Διονύσου, Αριάδνης και μαινάδων

(Ε. Γιούρη, Ο κρατήρας, 1978), αλλά και για τον

μοναδικό «πάπυρο του Δερβενίου», που δημοσιεύτηκε επιτέλους φέτος

οριστικά από τον ικανό φιλόλογο Κυριάκο Τσαντσάνογλου και τους συνεργάτες του.

Ορθά ο συνάδελφος Μιχάλης Τιβέριος εξαίρει την αξία της δημοσίευσης αυτής,

στιγματίζοντας παράλληλα τις υπερφίαλες δηλώσεις των Απ. Πιερρή και D. Obbink

ΤΟ ΒΗΜΑ», 24-09-06).

Η συγκίνηση που αισθάνθηκα, όταν άγγιξα τον απανθρακωμένο κύλινδρο του

παπύρου, που πρόβαλε αναπάντεχα στη ΒΑ γωνία του τάφου Α, μέσα στα κατάλοιπα

της πυράς του νεκρού, ήταν μεγάλη. Κατάφερα να διακρίνω λέξεις που παραμένουν

χαραγμένες στη μνήμη μου: ΕΡΜΗΣ ΜΑΙΑΔΟΣ. Τον πήρα αγκαλιά, τυλιγμένο σε

κιβώτιο, και κατευθύνθηκα χωρίς καθυστέρηση στο γραφείο του Χαράλαμπου

Μακαρόνα, στο παλιό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Είχε ήδη σουρουπώσει κι ο

Μακαρόνας αδυνατούσε να διακρίνει γράμματα στο καρβουνιασμένο σώμα του παπύρου

και στα μικρά σπαράγματα, ακόμα και με τη βοήθεια φωτιστικού. «Είσαι σίγουρος

Πέτρο;» με ρώτησε. «Ναι κύριε έφορα, όμως καλύτερα να καλέσουμε τον καθηγητή

Γιάννη Κακριδή να τον εξετάσει». «Όχι τον Κακριδή, τον Καψωμένο», μου

αντέτεινε. Ο Στυλιανός Καψωμένος έφτασε το ίδιο βράδυ στο γραφείο του

Μακαρόνα, διέγνωσε την αξία του ευρήματος και δέχθηκε να αναλάβει άμεσα την

ανάγνωση και τη δημοσίευσή του σε συνεργασία με τον Κυριάκο Τσαντσάνογλου. Την

επόμενη μέρα (7-2-62) βρήκα στο ίδιο σημείο ένα δεύτερο μικρότερο τμήμα του

παπύρου. Ο Μακαρόνας κάλεσε από τη Βιέννη τον ειδικό συντηρητή Anton

Fackelmann, που εμπότισε και τελικά κατάφερε να ξεδιπλώσει το κείμενο. Η

συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή.

Ο Πέτρος Θέμελης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας