Έβλεπα στον ύπνο μου το τελευταίο καλοκαίρι που περάσαμε με τον Μάνο Λοΐζο,

όλη η παρέα, στα Κύθηρα. Το χωριό, παραθαλάσσιο, ο Αβλέμονας, δεν είχε

ηλεκτρικό ρεύμα. Με λαμπίτσες πετρελαίου φωτιζόμαστε. Δεν είχε ηλεκτρικό

ρεύμα, αλλά είχε ένα φεγγάρι τεράστιο, ερωτικό, καρφωμένο πάνω από τα κεφάλια

μας ώρες ατέλειωτες.

Ο Μάνος. Ο Γιάννης Δημαράς. Ο Κώστας Χαρδαβέλλας. Ο Κώστας Ρεσβάνης. Ο Νότης.

Η Μαριλένα. Η Ράια. Εγώ. Είχαμε βρει κάτι μικρά δωματιάκια σ’ έναν «πύργο»

πάνω στη θάλασσα και μπρος στα πόδια μας, στην πλατεΐτσα, ήταν ο Σπύρος με το

μαγέρικό του. Ο Δημαράς, ο Ρεσβάνης και ο Νότης, φεύγανε με τις δυο βάρκες,

κατά τις 11 το πρωί. Γύριζαν στις 2. Και τι δεν είχαν χτυπήσει με τα

ψαροντούφεκά τους! Ροφούς, συναγρίδες, σαργούς, τσιπούρες, αστακούς

(κωλοχτύπες), χριστόψαρα…. Μαγείρευε ο Σπύρος, τρώγαμε, κρασί άφθονο, γέλιο

ατελείωτο.

Γύρω στα μεσάνυχτα και ύστερα από μια γερή παρτίδα τάβλι, ο Μάνος απλωνόταν σε

τρεις καρέκλες, έγδυνε την κιθάρα του και τραγουδούσε «κομμάτια» που μόλις

είχε γράψει με τον Ρασούλη, για τη Χαρούλα: «Έλα στην παρέα μας φαντάρε»,

«Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Όλα σε θυμίζουν». Γύρω του, όλοι εμείς, αλλά και

άλλοι, περαστικοί. Που μαγεύονταν από τα τραγούδια και κάθονταν μαζί μας, πάνω

στο πλακόστρωτο κι αυτοί. Και προσπαθούσαν να συνταιριάξουν τις φωνές τους με

τις δικές μας, να ‘χουνε συμμετοχή στη «συναυλία» μας…

Υπέροχη παρέα, υπέροχες διακοπές, υπέροχο καλοκαίρι, υπέροχα τραγούδια. Κι ο

Νότης, παλικαράκι, να βουτάει, κάθε τόσο, χωρίς φακό, μόνο με το φως του

φεγγαριού και να βγάζει, συνεχώς, χταπόδια! «Οι ωραιότερες διακοπές της ζωής

μου», θα γράψει, αργότερα, ο Ρεσβάνης, στην εφημερίδα. «Ναι, μωρέ, απίστευτες

διακοπές!», θα θυμηθεί και θα ξαναθυμηθεί, τον επόμενο χρόνο, χτυπημένος από

την αρρώστια, ο Λοΐζος. Αυτός ο «μπαγάσας», που μας το ‘σκασε τόσο νωρίς…

Είκοσι τέσσερα χρόνια χωρίς τον Μάνο, συμπληρώνονται αύριο. Δεν μπορούσα να μη

γράψω. Ιδίως αυτήν την εποχή, που η εγγονούλα του, η Εμμανουέλα, μεγαλωμένη,

έχει ομορφύνει πολύ, και γίνεται πραγματικά «φεγγαρένια». Όπως τη φωνάζει η

γιαγιά της, η Μάρω, αλλά και η Χαρούλα, και η Δήμητρα, που τη βάφτισαν.

Να είσαι καλά, Μάνο, εκεί που βρίσκεσαι. Και να ξέρεις πως δεν σε ξεχνάμε. Σε

τραγουδάμε, συνεχώς. Γιατί είχες ένα μοναδικό τρόπο για να μας κλέβεις τις

καρδιές. Ήσουν απλός, ανατολίτης, γλυκός και πάλευες τη μελωδία, όσο ελάχιστοι

συνάδελφοί σου. Η μελωδία. Το μέγιστον, στο τραγούδι, μουσικά.