Το δικαίωμα να εκφράζεται όποτε εκείνος κρίνει απαραίτητο διεκδικεί ο πρώην

πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης και δηλώνει ότι αυτό το δικαίωμα δεν πρόκειται να

το εκχωρήσει σε κανέναν. Ο κ. Σημίτης, που εξακολουθεί να επαναλαμβάνει ότι

τον «ενδιαφέρει η ενότητα του κόμματος», εμφανίζεται αποφασισμένος «να

αγωνιστεί γι’ αυτήν» και προσθέτει ότι «θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του

για να μην κινδυνεύσει».

Ο πρώην πρωθυπουργός επισημαίνει στις συνομιλίες που έχει ότι «τα κόμματα που

βρίσκονται σε μεταβατικό στάδιο κινδυνεύουν από διαλυτικές τάσεις, από

γκρούπες, από φιλοδοξίες υποψηφίων αρχηγών και αρχηγίσκων» και τονίζει ότι ο

ίδιος δεν φιλοδοξεί να μετάσχει σε κάτι τέτοιο. Αναφέρεται επίσης στα όσα

γίνονται αυτό τον καιρό στο Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας, σημειώνει ότι οι λόγοι

της κρίσης είναι και πολιτικοί και προσθέτει πως αυτά τα φαινόμενα απειλούν

ιστορικά κόμματα, όπως για παράδειγμα το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας.

Όχι θεατής

Ο κ. Σημίτης δηλώνει «παρατηρητής» της πολιτικής ζωής – «Είμαι, σημειώνει,

παρατηρητής, και όχι παραθεριστής» – αλλά σπεύδει να διευκρινίσει ότι «δεν

πρόκειται να μεταβληθεί ούτε σε ραδιοσχολιαστή, ούτε σε τηλεσχολιαστή της

πολιτικής, όπως για παράδειγμα κάνει πρώην πρωθυπουργός. Θα παρεμβαίνει όποτε

θεωρεί ότι το επιβάλλουν τα γεγονότα».

Θεωρεί ότι «το βασικό είναι το πώς θα κερδίσει το κόμμα τις εκλογές, όποτε κι

αν αυτές γίνουν», και προσθέτει ότι «η χώρα πλήττεται από την παραμονή της

Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία. Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει οπωσδήποτε από

την εξουσία».

Για τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Παπανδρέου θεωρεί ότι «έχει όλα τα χαρτιά στα

χέρια του» και πως, όπως λέει, «αυτό που έχει να κάνει είναι να τα αξιοποιήσει

σωστά». Ο κ. Σημίτης πιστεύει πως το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης

είναι μια καλή ευκαιρία για τον κ. Παπανδρέου να παρουσιάσει τους βασικούς

άξονες του κυβερνητικού προγράμματος του ΠΑΣΟΚ.


Αιχμές για Πάγκαλο

Ενοχλημένος από τις δηλώσεις Πάγκαλου αλλά και την αδράνεια του ΠΑΣΟΚ να

υπερασπιστεί το έργο των κυβερνήσεων Σημίτη εμφανίζεται ο πρώην Πρωθυπουργός.

Όπως σημειώνει σε συνομιλητές του, «η δεύτερη τετραετία ήταν η περίοδος κατά

την οποία απέδωσε το έργο της πρώτης 4ετίας». Αναφέρει πρόχειρα στα

επιτεύγματα αυτής της περιόδου την ένταξη στην ΟΝΕ, την προώθηση της συμφωνίας

του Ελσίνκι, τα μεγάλα έργα που άλλαξαν την Ελλάδα, την προετοιμασία των

Ολυμπιακών Αγώνων, τη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης. «Δεν μπορείς,

σημειώνει, να λες ότι δεν έχει γίνει έργο ή ότι καταστρέψαμε την Ελλάδα. Αν

καταστρέψαμε την Ελλάδα, τότε πώς έγιναν όλα αυτά;».

Κριτική για τον αγωγό. Σχολιάζει όμως και ορισμένες πτυχές της

αντιπολιτευτικής τακτικής του κόμματος, την οποία θα ήθελε να είναι «πιο

συγκροτημένη». Χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την πρόσφατη έλευση στην Ελλάδα του

Ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και του Βούλγαρου ομολόγου του Γκιόργκι

Παρβάνοφ για τον αγωγό Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης. Όπως σημειώνει,

«παρακολουθήσαμε μια φιέστα από μέρους της κυβέρνησης, και το ΠΑΣΟΚ ήταν απόν.

Αντί να επισημάνει ότι αυτή την ιστορία την ξεκινήσαμε εμείς το 1993 και

μάλιστα εγώ πήγα και στη Βουλγαρία και στη Ρωσία και ως υπουργός και ως

πρωθυπουργός για την προώθησή του, παρακολούθησε αμέτοχο τη φιέστα. Και

απέφυγε να επισημάνει ότι ακόμη και μετά τη φιέστα η υπόθεση βρίσκεται εκεί

που εμείς την αφήσαμε. Δηλαδή στα ποσοστά συμμετοχής των τριών χωρών. Δεν

προχώρησε καθόλου, κι αυτό δεν το είπε κανείς από μας».

Οι εκλογές και η απογραφή

Αναφορικά με τις πολιτικές εξελίξεις, ο πρώην πρωθυπουργός καταλήγει στο

συμπέρασμα ότι ο κ. Καραμανλής θα προκηρύξει πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο του

επόμενου χρόνου, «Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο», και αναμένει ότι η κυβέρνηση θα

καταφύγει σε προεκλογικού χαρακτήρα παροχές από τον επόμενο χρόνο, παρά τις

δυσκολίες για την οικονομία που δημιούργησε «μόνη της» με τη «βλακεία της

απογραφής». Πιστεύει ότι «το έχουν μετανιώσει» για την απογραφή, αλλά τώρα

φυσικά είναι αργά. Και προβλέπει ότι η Κομισιόν «θα στριμώξει Ελλάδα – Ιταλία

και κυρίως την Ελλάδα, που είναι πιο ευάλωτη, από τη στιγμή που η Γερμανία και

η Γαλλία κατάφεραν να περιορίσουν το έλλειμμα κάτω από το 3%».