Εδώ και περίπου ένα χρόνο ζούμε στον ρυθμό της κάθαρσης. Πότε έντονα, πότε

χαλαρά, ανάλογα με τις διαθέσεις και τις επιθυμίες όσων διευθύνουν τα έγχορδα

και τα ταμπούρλα. Θεσμικοί και εξωθεσμικοί, εν αγαστή όμως συνεργασία για το

καλό της. Όπως για το καλό της Δικαιοσύνης όλα αυτά τα χρόνια όλοι οι

εντεταλμένοι με τον έλεγχο επιθεωρητές, όχι μόνο σιωπούσαν, αλλά και

επιβράβευαν με προαγωγές και άλλου είδους προνόμια τους λίγους ανάξιους και

ανίκανους, εις βάρος των πολλών, ικανών, εργατικών και άξιων, εις δόξαν των

κομματικών προσβάσεων και προσωπικών φιλιών των πρώτων, με αποτέλεσμα την

ισοπέδωση όλων και την αποκαρδίωση των ικανών.

Και στον χώρο της Δικαιοσύνης συμβαίνει το παράδοξο για άλλες χώρες, αυτονόητο

όμως στην Ελλάδα, φαινόμενο της κομματικοποίησής της. Και δεν αναφέρομαι μόνο

σε ορισμένους συνδικαλιστές, αλλά και σε άλλες, μικρές πράγματι, ομάδες

δικαστών που καλλιεργούν σχέσεις με τα κόμματα, εμφανιζόμενοι, αν όχι ως

εντολοδόχοι τους, τουλάχιστον ως ευνοούμενοί τους. Αποτέλεσμα; Ουκ ολίγοι

δικαστές να προσκολλώνται σ’ αυτούς για να τύχουν μιας καλύτερης μεταχείρισης

στις προαγωγές, στις μεταθέσεις, στις εκπαιδευτικές άδειες ή και στην κατάληψη

κάποιας κρατικής προβεβλημένης και καλά αμειβόμενης θέσης, όταν

συνταξιοδοτηθούν. Αυτή η κατάσταση είναι αποδεκτή πλέον και στον χώρο των

κομμάτων, με αποτέλεσμα τον διαγκωνισμό αυτών των δικαστών, στο ποιος θα

καταλάβει το στασίδι, σε βάρος της αξιοκρατίας και εν τέλει της αξιοπιστίας

του θεσμού αυτού.

H ιστορία πράγματι είναι παλιά και πρέπει να λάβει ένα τέλος, με τη βούληση

των κομμάτων. H Δικαιοσύνη, ο Στρατός, η Παιδεία, η Υγεία είναι θέματα που

απαιτούν διακομματική αντιμετώπιση, χάριν του δημοσίου, του εθνικού

συμφέροντος. Οι ρωγμές στον χώρο της Δικαιοσύνης είναι παλιές, ουδείς τολμούσε

να τις προσεγγίσει και να τις αγγίξει και υφίστανται. Ήταν όμως, και είναι

διάχυτη, η απογοήτευση της μεγάλης πλειοψηφίας των δικαστών, των αφοσιωμένων

στην επιστήμη και στο σπουδαίο έργο τους από το άσχημο κλίμα που διαμορφώθηκε

και καλά κρατεί με αφορμή τα όσα συμβαίνουν λόγω της περιβόητης κάθαρσης.

Μιας κάθαρσης που τείνει πλέον να λάβει μεταφυσικές διαστάσεις. Όλα ξεκίνησαν

από υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων που έφεραν στην επιφάνεια και ανέδειξαν

με τον πιο αποκρουστικό τρόπο τα χρόνια εγγενή προβλήματα στον χώρο αυτό,

οφειλόμενα σε πολύ μεγάλο βαθμό στην έλλειψη κάθε ελέγχου, που οδηγούσε σε

ασυδοσία, σε εγκληματική συμπεριφορά. Λίγο πολύ αυτά ήταν γνωστά στους

παροικούντες την Ιερουσαλήμ και δεν έπεσαν από τα σύννεφα.

H κάθαρση λοιπόν ξεκίνησε και όλη η ελληνική κοινωνία, όλος ο νομικός κόσμος

έσπευσαν να συγχαρούν και να ενισχύσουν την πρωτοβουλία αυτή, που ήταν άλλωστε

η μοναδική στον δημόσιο βίο της πολύπαθης αυτής χώρας, που συνεχώς

τραυματίζεται και προσπαθεί να αυτοϊαθεί, χωρίς όμως επιτυχία. Ακούγαμε,

λοιπόν, διώξεις να προαναγγέλλονται, ονόματα ύποπτων – επίορκων να

δημοσιεύονται και ένα καθημερινό σίριαλ με διάφορες αποχρώσεις να εκτυλίσσεται

κάθε βράδυ στις οθόνες της τηλεόρασης. Άλλαξαν οι ρόλοι και στη θέση των

δικαστών και εισαγγελέων τοποθετήθηκαν οι λίγοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι

τελικά πήραν πάνω τους το παιχνίδι της κάθαρσης, στη δε θέση των

κατηγορουμένων κυρίως δικαστές, με το αδηφάγο κοινό να δίνει την ετυμηγορία

του, πάντοτε καταδικαστική. Δίκαιη δίκη, που σημαίνει υπαγωγή στον φυσικό

δικαστή, ακρόαση, απόδειξη, αυστηρή τήρηση δικονομικών και ουσιαστικών

κανόνων, τεκμήριο αθωότητας, ο δικαιικός μας πολιτισμός είχαν οπισθοχωρήσει

ατάκτως και ουδείς τολμούσε να διαμαρτυρηθεί γι’ αυτή τη διαπόμπευση, γι’ αυτή

τη βάναυση προσβολή στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που και ο πιο ειδεχθής

εγκληματίας έχει δικαίωμα να απολαμβάνει. Όποιος διαμαρτύρετο ή ενίστατο γι’

αυτή την πλημμυρίδα των άστοχων κατευθυνόμενων δημοσιευμάτων που οδηγούσαν σε

θυματοποίηση, εθεωρείτο εχθρός της κάθαρσης.

Έπρεπε με κάθε θυσία, ό,τι δεν έγινε όλα αυτά τα χρόνια, να γίνει εδώ και

τώρα. Και μέχρι στιγμής παρατηρούμε, ότι η κάθαρση περιορίζεται σε

ψιλικατζήδες, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, χωρίς να παραβλέπουμε το

δυσχερές έργο των εντεταλμένων με την κάθαρση δικαστικών λειτουργών. Από το

σημείο όμως αυτό, μέχρι το σημείο δημιουργίας στόχων, με ελλιπή στοιχεία, καθ’

υπέρβαση και παραβίαση της δικονομίας, υπάρχει μεγάλη απόσταση, υπάρχει το

χάος. Στα συρτάρια του υπουργείου Δικαιοσύνης υπάρχει έτοιμο νομοσχέδιο περί

ουσιαστικής αλλαγής του θεσμού της Επιθεώρησης και πρέπει το συντομότερο να

κατατεθεί και να ψηφισθεί, έτσι ώστε ο θεσμός του Ειδικού Ανακριτού να λάβει

τέλος και το έργο της κάθαρσης να ανατεθεί στους επιθεωρητές, που έχουν και τη

βασική ευθύνη. Οτιδήποτε τείνει να λάβει μόνιμο χαρακτήρα, οδηγεί σε υπερβολές

και τελικά σε αυθαιρεσίες. H συνεχής αναζήτηση στόχων, μέσα από τα ίδια

πρόσωπα, ο κίνδυνος του δημόσιου διασυρμού, έχει προκαλέσει στους δικαστές ένα

κλίμα φόβου, τρόμου, με άμεση επίπτωση στους κατηγορουμένους, με την επιβολή

αυστηροτάτων, μεσαιωνικών ποινών. Ακόμη και ο πρόεδρος του A.Π. επεσήμανε το

φαινόμενο αυτό που οδηγεί σε μια Δικαιοσύνη εκδικητική. Και Δικαιοσύνη που

εκδικείται δεν είναι Δικαιοσύνη.

H πανελλήνια αποχή μας είχε αυτόν τον συμβολισμό. Κάποιοι, μετρημένοι στα

δάχτυλα, αλήστου μνήμης, ανώτατοι δικαστικοί, θέλησαν να διαστρεβλώσουν την

σημασία της αποχής αυτής που επαινέθηκε από την ελληνική κοινωνία και τον

νομικό κόσμο της χώρας. Έχει κριθεί όμως η εποχή τους ως μαύρη εποχή, που

πέρασε ανεπιστρεπτί, θέλω να πιστεύω, παρά τις προσπάθειές τους να βρίσκονται

στο προσκήνιο. Τους λυπάμαι. Το κλίμα όμως που έχει δημιουργηθεί είναι αυτό: Ο

φόβος, η απογοήτευση είναι διάσπαρτη στον χώρο αυτό και οι κινήσεις που

γίνονται τον τελευταίο καιρό αντί να κατευνάζουν, οξύνουν ακόμη περισσότερο το

κλίμα. Εύχομαι, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, στις προαγωγές που επίκεινται,

να μην αποκλεισθούν άξιοι και ικανοί δικαστές με διάφορα προσχήματα, διότι

τότε η κατάσταση θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο.

Εκείνο το οποίο απαιτείται είναι ηρεμία. Ανάγκη να παύσουν να υφίστανται

διαχωρισμοί, κατηγορίες που απαξιώνουν τους δικαστές αλλά και τη Δικαιοσύνη. H

πολύ μεγάλη πλειοψηφία των δικαστών αξίζει καλύτερης μεταχείρισης. Δεν

χρειάζονται κηδεμόνες. Και αυτό οι ίδιοι πρέπει να το καταστήσουν σαφές προς

κάθε κατεύθυνση, δείχνοντας την ευψυχία που υποχρεούνται να έχουν και

προχωρώντας αταλάντευτα στην αυτοκάθαρσή τους. Απ’ αυτούς εξαρτάται, μια και η

εκτελεστική εξουσία πάντοτε ήθελε ελεγχόμενη τη δικαστική και άπειρες φορές η

δικαστική υπάκουε και συνεργούσε ακόμη και κατά την εικαζόμενη βούληση της

εκάστοτε κυβέρνησης.

Ηελληνική κοινωνία έχει προχωρήσει και έχει ξεπεράσει σε μεγάλο βαθμό τις

θέσεις των κομμάτων σε θέματα θεσμών. Και εκείνο το οποίο προσδοκούν από τους

έντιμους Έλληνες δικαστές, είναι να δικάζουν κατά συνείδηση και μόνο,

προστατεύοντας τα συμφέροντα του Δημοσίου και αποδίδοντας Δικαιοσύνη, χωρίς

διακρίσεις. Έχουν υποχρέωση έναντι του εαυτού τους και του ιερού θεσμού που

εκπροσωπούν.

Ο Δημήτρης Παξινός είναι πρόεδρος του ΔΣΑ.