ΠΕΔΙΟ συναίνεσης δημιουργείται για κυβέρνηση και αξιωματική

αντιπολίτευση γύρω από το ζήτημα της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, αλλά

επί της ουσίας – δηλαδή, τα θέματα που θα κληθεί να επιλύσει το νέο δικαστικό

όργανο – N.Δ. και ΠΑΣΟΚ κινούνται προς διαφορετική κατεύθυνση.

Το ζήτημα που αποτελεί και ένα από τα βασικά σημεία της κυβερνητικής

πρωτοβουλίας για νέα συνταγματική αναθεώρηση, αλλά έχει ξεσηκώσει θύελλα

αντιδράσεων από δικαστές και δικηγόρους, ετέθη από τους Πρ. Παυλόπουλο και

Ευάγγ. Βενιζέλο σε χθεσινή εκδήλωση για τις προτεινόμενες αλλαγές στον

Συντακτικό Χάρτη της χώρας.

Ο υπουργός Εσωτερικών χαρακτήρισε αναγκαία την ίδρυση του Συνταγματικού

Δικαστηρίου, το οποίο θα έχει – όπως ανέφερε – ως βασικές αρμοδιότητες τον

έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, καθώς και τον έλεγχο της διαφάνειας

των οικονομικών των κομμάτων και του πόθεν έσχες των βουλευτών. Υπέρ της

δημιουργίας του νέου δικαστηρίου τάχθηκε στη συνέχεια και ο κ. Βενιζέλος,

τονίζοντας ωστόσο ότι πρέπει να εξακολουθήσουν τα Ανώτατα Δικαστήρια, αλλά και

τα Εφετεία και Πρωτοδικεία, να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νομοθετικών

ρυθμίσεων.

Αλιβιζάτος: «Εύκολη λύση»

Μπροστά σε αυτό το «ναι μεν, αλλά» των επιτελικών στελεχών των δύο κομμάτων,

παρέμβαση για το θέμα έκανε ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Νικ.

Αλιβιζάτος, ο οποίος χαρακτήρισε «εύκολη λύση» τη δημιουργία Συνταγματικού

Δικαστηρίου και εκτίμησε ότι ο πραγματικός στόχος της προτεινόμενης αλλαγής

στο Σύνταγμα είναι να παρακαμφθούν τα Ανώτατα Δικαστήρια, ιδίως το Συμβούλιο

της Επικρατείας. «Το Συνταγματικό Δικαστήριο είναι ένας θεσμός που δεν

εναρμονίζεται με τη δική μας νοοτροπία. Φοβούμαι ότι στο προσεχές μέλλον θα το

μετανιώσουμε…» ανέφερε με έμφαση ο καθηγητής.

Εξάλλου, σε ό,τι αφορά το πλαίσιο εντός του οποίο θα κινηθεί η αναθεωρητική

διαδικασία, ο κ. Παυλόπουλος ανέφερε πως η κυβέρνηση δεν θα θέσει για καμία

διάταξη στους βουλευτές της N.Δ. θέμα κομματικής πειθαρχίας γιατί, όπως είπε,

η συνταγματική αναθεώρηση «είναι αμιγώς κοινοβουλευτική διαδικασία».