Όπως είδαμε, καλά καλά δεν είχε λάβει χώρα η σημαντική αναβάθμιση της

ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με την αλλαγή φρουράς στο ελληνικό ΥΠΕΞ

(τοποθέτηση κ. Ντόρας Μπακογιάννη) και πρόβαλε το Κυπριακό με ελληνοκυπριακή

«τρικλοποδιά», παγώνοντας τα χαμόγελα (βλ. άρθρα Χριστίνας Πουλίδου σε

«Κυριακάτικη Αυγή», 26-2-2006 και Ειρήνης Καρανασοπούλου, «TA NEA»,

25/26-2-2006). Το γεγονός αυτό θέτει επί τάπητος τον απαραίτητο αν και πολύ

δύσκολο «συντονισμό Αθήνας – Λευκωσίας».

Ο κ. Τάσσος Παπαδόπουλος δεν θέλει να ακούσει για το Σχέδιο Ανάν. Δεν δέχεται

ούτε τη λογική που το διέπει – ισότητα δύο κοινοτήτων, χαλαρή διζωνική

δικοινοτική ομοσπονδία – όπως φάνηκε και με τη συνάντηση – παρωδία της 1ης

Μαρτίου στο Παρίσι με τον γ.γ. κ. Κόφι Ανάν. Το γεγονός αυτό που, αναμφίβολα,

οδηγεί νομοτελειακά στην οριστική διχοτόμηση, καθώς και η αρνητική στάση του

σε σχέση με την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας (που με δυσκολία κρύβει),

προοιωνίζονται πλείστες όσες δύσκολες στιγμές στη συνεργασία Αθήνας –

Λευκωσίας. Ας δούμε όμως πρώτα τα πράγματα ιστορικά.

H πολυτάραχη ιστορία των προσπαθειών σύμπλευσης Αθήνας – Λευκωσίας μπορεί να

διαχωριστεί σε δύο περιόδους: 1950-1974, 1974-2004. Στην πρώτη επικρατούσε η

θέση του «εθνικού κέντρου», δηλαδή ότι την τελική απόφαση και ευθύνη την έχει

η Αθήνα ως «το εθνικό κέντρο του ελληνισμού» και η θέση ότι γίνεται προσπάθεια

συντονισμού αλλά, αν η Λευκωσία θέλει να ακολουθήσει άλλη γραμμή, η Αθήνα θα

συνεχίσει να τη στηρίζει και ας μη συμφωνεί με τις επιλογές της. Υπήρχε τότε

και μία τρίτη άποψη λιγότερο γνωστή: ότι η Λευκωσία παίρνει την τελική απόφαση

στο Κυπριακό, αλλά στην περίπτωση αυτή ο καθένας είναι ανεξάρτητος να κάνει

ό,τι θέλει.

Πάντως μέχρι τον Ιούλιο του 1974, «υπήρχε», όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος

Καραμανλής «μόνιμη αδυναμία χαράξεως κοινής γραμμής μεταξύ Αθηνών και

Λευκωσίας. Ο Μακάριος εννοούσε να έχει την Αθήνα υποτακτική. Γι’ αυτό και ήρθε

σε σύγκρουση με όλες σχεδόν τις ελληνικές κυβερνήσεις».

Μετά το τραγικό καλοκαίρι του 1974, τα πράγματα άλλαξαν. Αποτελεί πάγια

πολιτική όλων των ελληνικών κυβερνήσεων ότι τον αποφασιστικό ρόλο στο Κυπριακό

τον έχει η Λευκωσία: «η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται» (K.

Καραμανλής) ή «συμπαρατάσσεται» (A. Παπανδρέου).

Υπήρχε όμως εδώ και μια άλλη διάσταση με καίρια σημασία. Με εξαίρεση κάπου έξι

χρόνια, το 1990 – Φεβρουάριος 1992 (Βασιλείου – Μητσοτάκης) και το 1999 –

Φεβρουάριος 2003 (Κληρίδης – Σημίτης), Λευκωσία και Αθήνα είτε συνέπλεαν στον

αστερισμό της αδιαλλαξίας (Κυπριανού – A. Παπανδρέου), είτε όταν ο ένας ήταν

διαλλακτικός ο άλλος δεν ήταν, προς ζημίαν της επίλυσης – επανένωσης:

Καραμανλής – Κυπριανού, Βασιλείου – Παπανδρέου, Σημίτης – Παπαδόπουλος.

Ας έρθουμε τώρα στο σήμερα. H κ. Μπακογιάννη, στην πρώτη της συνέντευξη ως

υπουργός (βλ. «Το Βήμα», 26-2-2006), είπε ότι το «ζητούμενο είναι η καλή και

αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου» και αυτό επανέλαβε και

στη συνάντησή της με τον κ. Ιακώβου λίγο πριν μάθει τα μαντάτα της Μερσίνας με

το κυπριακό πλοίο.

Και έρχομαι έτσι στο κύριο ερώτημα που θα ταλανίσει την Αθήνα. Θα πρέπει

θέλοντας και μη να συμπλεύσει με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, ο οποίος με τη μέχρι

τώρα στάση του και τους νομικισμούς που συνεχώς εφευρίσκει «τσιμεντώνει» τη

διχοτόμηση και «χαρίζει» τη μισή Κύπρο στους Τουρκοκυπρίους και στην Άγκυρα;

Μήπως το ελάχιστο που οφείλει να κάνει μια υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση είναι

να προσπαθήσει να τον μεταπείσει, ότι η επανένωση μπορεί να επέλθει μόνο με

λύση χαλαρής ομοσπονδίας; Βέβαια, η προσπάθεια είναι μάλλον μάταιη, ειδικά μια

και η μεγάλη πλειονότητα των Ελληνοκυπρίων συνεχίζει και εθελοτυφλεί,

θεωρώντας τον «χειρισμό του Κυπριακού» από τον κ. Παπαδόπουλο επιτυχή! Ωστόσο,

στην προσπάθεια αυτή ίσως η Αθήνα επιτύχει το έλασσον. Ίσως κατορθώσει να

εξασφαλίσει εκείνη την περίφημη «αποδέσμευση» (decoupling) που ακουγόταν το

καλοκαίρι του 2004: δηλαδή, να κάνει ό,τι θέλει ο κ. Παπαδόπουλος στο Κυπριακό

– και ας το βλάπτει ανεπανόρθωτα – αλλά η Αθήνα να μένει ελεύθερη, χωρίς άλλες

τρικλοποδιές από τη Λευκωσία, να κάνει ό,τι εκείνη νομίζει με τις

ελληνοτουρκικές σχέσεις και με τον χειρισμό της ευρωπαϊκής πορείας της

Τουρκίας χάριν του ελληνικού εθνικού συμφέροντος. Όπως είχε πει ο Σοφοκλής

Βενιζέλος (ως πρωθυπουργός) στον Μακάριο το 1952: «ημπορείτε να κάμετε ό,τι

θέλετε… αλλά δεν μπορείτε σεις να διευθύνετε την εξωτερικήν πολιτικήν της

Ελλάδος».

Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Πολιτικής

Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.