ΔΕΝ EIXA κλείσει ακόμα τα δεκαοχτώ όταν πέρασα, πρώτη φορά, το κατώφλι του

«Ταχυδρόμου». Μια μεγάλη αίθουσα, γυάλινα διαχωριστικά, εκκωφαντικές

γραφομηχανές. Olivetti Lettera 32. Χειρόγραφα (ένα υποκίτρινο χαρτί), στο

πάτωμα. Ντουμάνι απ’ τα τσιγάρα. Ένας καφετζής (ο Σταύρος, που αργότερα

λάτρεψα) έκανε σλάλομ ανάμεσα στα παλιά ξύλινα γραφεία, ισορροπώντας καφέδες

ελληνικούς (τότε) και παγωμένα τοστ (τότε.) Άντρες με κύκλους γύρω από τα

μάτια. Γυναίκες με φαγωμένο κραγιόν. (Σε λίγο, θα γινόμουνα κι εγώ μία από

αυτές). Μισοί ουρλιάζανε, μισοί γράφανε. Τα ‘χασα!

– Μα πώς γράφουνε με τέτοιο χαμό γύρω τους;

(Όλα συνηθίζονται. Ακόμα και σήμερα, με τα πάντα στη διαπασών, μπορώ να

συγκεντρωθώ και να γράψω).

Κοιτάζω γύρω μου… Κάποιοι ξεφωνίζουν στο τηλέφωνο. Κάποιοι επιστρέφουν από

το ρεπορτάζ. Σόκιν ανέκδοτα, ανάλυση του ντέρμπι, ένας ανασχηματισμός, κάποιος

φόνος να σέρνεται, μια πουδριέρα να βγαίνει βιαστικά, τα τσιγάρα τελειώνουν,

αρχίζουν οι τράκες, τηλεφωνεί η γυναίκα ενός κάθιδρου στη γωνία. «Θ’ αργήσω»,

της λέει, «έχω ρεπορτάζ»! «Που το λένε Βιβή», καγχάζει ο διπλανός του:

– Το γραφείο του κυρίου Γιάννη Καψή; ψελλίζω.

H κοπέλα μοιάζει το μοναδικό ατάραχο πλάσμα μέσα στον πανικό. (Πόσα χρόνια,

Ελένη Παπαδοπούλου;) Ο ΚΥΡΙΟΣ Καψής με κοιτάζει με στραβό μάτι. (Ύστερα από

χρόνια θα μου έλεγε τον λόγο. Του την έσπασε ότι στη μέση μου είχα δεμένο το

πουλόβερ). Τον αντικρύζω. Να κάνω μεταβολή και να φύγω. Να πάρω τους τρεις

ορόφους κουτρουβάλα και να ξαναγυρίσω σπίτι, στη μανούλα μου.

ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ λέξη απ’ ό,τι είπαμε. Ενδέχεται να ξεστόμισα το απύθμενα

βλακώδες «γράφω καλές εκθέσεις». ΟΚ. Θα με δοκιμάσει. Ανθυποβοηθός μιας

όμορφης, γελαστής γυναίκας. Της Σόνιας τής Τζαννετή. Γυναικείες σελίδες…

Έτσι ξεκίνησα. Μεταφράζοντας συνταγές μαγειρικής. Χωρίς γραφείο, χωρίς

γραφομηχανή. Όπου έβρισκα καθόμουνα. Όποιος έφευγε, χύμαγα στην Olivetti του.

Και ο Γιάννης Καψής, λες κι είχε μάτια στην πλάτη, ρε παιδάκι μου. Όλα τα

έβλεπε, όλα τα έκοβε. Κι άρχισε σιγά και βλοσυρά να μου δίνει τις πρώτες

ευκαιρίες. Με τη μούρη στο πάτωμα, να με σεργιανάει στράτα, στρατούλα στα

μυστικά της δημοσιογραφίας…

Ποιος ξεχνάει την πρώτη φορά που βλέπει το ονοματάκι του τυπωμένο; Τη μέρα που

κυκλοφόρησε ο «Ταχυδρόμος» έβρεχε… καρέκλες. Το κοντινό περίπτερο κλειστό.

Βγήκα στη βροχή μέχρι τη λεωφόρο, μισή ώρα με τα πόδια για να το βρω… Κάτω

από το φως της λάμπας, το ξεφύλλισα βιαστικά. Νάτο! Με κεφαλαία! «ΡΟΥΛΑ

ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ – ΕΛΕΝΑ AKPITA». Μετά τις συνταγές και τις μάσκες ομορφιάς, το

τυπωμένο όνομα έμοιαζε σχεδόν τυπογραφικό λάθος…

ΠΕΡΑΣΑΝΕ χρόνια πολλά. Κείμενα πολλά… Έφυγε ο Καψής που με έκανε

δημοσιογράφο. Ήρθε ο Νίκος ο Κυριαζίδης που με έκανε ευθυμογράφο. (Πόσα

χρωστάω και στους δυο). H Ρούλα, η Σόνια, η Ντέπυ. Ο Μπάμπης, ο Άρης

Δαβαράκης, ο Γιώργος ο Ζώτος, η Ελένη η Γκέκα, η Μαρίνα η Ορφανίδου… H

Ευγενία…

Και το Ρενάκι μου. H Ρένα Θεολογίδου. H αδελφή που δεν είχα. Και τη βρήκα κι

αυτή. Εκεί, στον «Ταχυδρόμο»…

Τα μεσημέρια φαγητό στο «Κεντρικόν», τα βράδια ξενύχτια στο «Χάραμα». Και πίσω

στη σκληρή δουλειά. Στις γαλέρες του Μπεν Χουρ… Πώς αντέχαμε τρεις ώρες

ύπνο. Άμα είσαι δεκαοχτώ, αντέχεις και με το δεκάλεπτο…

Το ’87 κουράστηκα. Έφυγα κι άφησα το γραφείο μου, όπως ήταν. Γράμματα

αναγνωστών, τα γούρια μου, το τασάκι μου γεμάτο αποτσίγαρα. Πήρα μόνο ένα

πράγμα. Την Oivetti Lettera 32…

Πώς τα φέρνει η ζωή, Ρενάκι μου. Σήμερα, ημέρα Σάββατο, είμαι εξώφυλλο στον

«Ταχυδρόμο». Εκείνο το έντρομο 18χρονο, σήμερα, ημέρα Σάββατο… Με μπερδεύει

όλο αυτό. Χαίρομαι και τρομάζω μαζί…

Γιατί οι κύκλοι που ολοκληρώνονται, είναι οι κύκλοι που κλείνουν…