Ο Νίκος Πορτοκάλογλου σου δίνει την αίσθηση ότι η απόσταση που έχει διανύσει

δεν παρουσιάζει κενά

Το’ χει ο Πορτοκάλογλου μόνο: να σε κάνει να πιστεύεις ότι ο χρόνος που

περνάει, μπορεί να δρα και υπέρ σου. Αφού συμβαίνει σε εκείνον (σκέφτεσαι),

άρα…

Το ρεζουμέ της παράστασης που παρουσίασε φέτος (στον «Σταυρό του Νότου» – κατ’

αρχήν – και σε διάφορα μέρη της Ελλάδας οσονούπω), συμπυκνώνεται σε τούτη

ακριβώς την αίσθηση… ανάτασης που σου «περνάει» ο ίδιος αλλά και οι

συνδαιτυμόνες του καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς.

Καθαρές οι προθέσεις του προγράμματος («Πάμε άλλη μια φορά») – ελληνικό ροκ,

έτσι όπως διαμορφώθηκε από τον ελληνοκεντρικό, μεικτό ήχο που μας προτείνει

εδώ και χρόνια -, ωραία μπλεγμένο το παρόν με το παρελθόν (των Φατμέ), ακόμα

καλύτερα μπλεγμένες οι γενιές των καλλιτεχνών μεταξύ τους. Ανάμεσα στο

«Ταξίδι» των αρχών του ’80 και στο «Τι έχει μείνει απ’ τη Φωτιά» (της νέας

χιλιετίας), τον «Άσωτο Υιό» και το… χιπ-χοπίζον «Βαλκανιζατέρ» έχεις την

αίσθηση ότι η απόσταση που έχει διανύσει δεν έχει κενά, δεν έχει περίεργες

στροφές, ότι η εξέλιξη (σε ήχο και στίχο) έγιναν με την άνεση μιας φυσικής

ροής κι εκείνος εκεί ο τύπος με το μακό και το τζιν είναι, απλά, τυχερός γιατί

κατάφερε να είναι πάντα μέσα στην εποχή του (αν και ξέρεις ότι δεν είναι θέμα

τύχης).

Δεν έχουν νοσταλγία τα λάιβ του Πορτοκάλογλου – παρά το γεγονός ότι παίζει

κομμάτια της εποχής των Φατμέ. Είναι τόσο αποστομωτικό το παρόν, που

υπερισχύει και σε παρασύρει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι «δικό του» και

το σχήμα που μας προτείνει: Οδυσσέας Τσάκαλος – ο παλιότερος συνεργάτης και

φίλος του, από την εποχή των Φατμέ – και οι νεώτεροι Στάθης Δρογώσης (από το

γκρουπ Τα Φώτα Που Σβήνουν), η Βασιλική Καρακώστα, την οποία γνωρίσαμε από τη

συμμετοχή της στο πρόγραμμα του Διονύση Σαββόπουλου στον «Κεραμεικό» και στο

γκρουπ Grande Loopa – ο Πορτοκάλογλου υπέγραψε πέρυσι την πρώτη τους παραγωγή.

Ενιαία αισθητική στο ύφος του προγράμματος (με εμβόλιμα πολλά κομμάτια των

νεώτερων της παρέας), αίσθηση συνέχειας απο τη μια γενιά στην άλλη, ρυθμοί που

κάνουν την αίθουσα να λικνίζεται – κατ’ αρχήν – και μετά να χορεύει. Αυτό το

τελευταίο δεν είναι τρόπος του λέγειν. Ηλεκτρισμός, ρυθμός, όλοι οι

συντελεστές του προγράμματος στη σκηνή και όλο το μαγαζί όρθιο, να ακολουθεί

τους «ανοιχτούς δρόμους» των στίχων του. Ο «Ταχυδρόμος», «Ό,τι δεν σε

σκοτώνει», «Θάλασσά μου σκοτεινή», «Τα καράβια μου καίω», «Γίνε κομμάτια»,

«Βαλκανιζατέρ»… Φεύγοντας, κρατούσα ένα ρεφρέν:

«Είναι όλοι οι δρόμοι ακόμη άγνωστοι και ξένοι / είναι όλοι οι δρόμοι ακόμη

μπρος μας ανοιχτοί / όλος ο κόσμος είναι εδώ και περιμένει και του χρωστάμε τη

γιορτή…».