Με Γκραν Τσερόκι και Καγιέν ανηφορίζουν οι κατακτητές του πελεκημένου

σχιστόλιθου για τα υψώματα των παραδοσιακών ξενώνων με τα τζάκια και το

τζακούζι, έχοντας αγοράσει το… παραμύθι της απόδρασης. Ο δρόμος που οδηγεί

στα Πάπιγκα και τα Μονοδέντρια, τα Τσεπέλοβα και τα Άνω-Κάτω Πεδινά είναι

μακρύς… δεν το εύχονται αλλά τελικά είναι.

Μονοδένδρι

Κουρασμένοι δένουν τα μηχανικά άτια που κοστίζουν «φανταστικομμύρια» σε κάποιο

ελεύθερο πάρκινγκ – χωράφι της κοινότητας και πάλι ανηφορίζουν με τις

σαμσονάιτ να χτυπάνε χωρίς οίκτο στο καλντερίμι, έτοιμες να αδειάσουν το

πολύτιμο περιεχόμενό τους. Οι ντόπιοι τούς θαυμάζουν για τη μεταφορική τους

ικανότητα και ο ξενοδόχος, έχοντας ήδη παραλάβει το εξοφλητικό ποσόν του

λογαριασμού, τους υποδέχεται στο «παραδοσιακό» οίκημα – ξενώνα, που

ανακαινίστηκε χάρη σε κάποιο ευρωπαϊκό πρόγραμμα στήριξης, με υπερτιμολογήσεις

που κόβουν την ανάσα. Έφτασε η ώρα της απόλαυσης, οι πίτες περιμένουν, το

κόκκινο κρασί έχει σωστή θερμοκρασία περιβάλλοντος, η τηλεόραση είναι ανοιχτή

και για να ξεμουδιάσουν βλέποντας ειδήσεις, μπορούν να στρώσουν μια μπιρίμπα.

Καλώς ήρθατε στο Ζαγόρι, στον τόπο πίσω από τα βουνά!


Το γεφύρι της Γκάνας πριν καταρρεύσει

Μπορεί το προηγούμενο σκηνικό να σας φαίνεται λίγο υπερβολικό, αλλά πιστέψτε

με δεν είναι. Αυτά τα χωριά – κοσμήματα της Ηπείρου γλίτωσαν από την επιδρομή

του οπλισμένου σκυροδέματος, είτε γιατί ο χρόνος στα ορεινά κυλάει πιο αργά

είτε γιατί κανένας δεν ήθελε να μείνει εκεί. H τουριστική ανάπτυξη ήρθε πολύ

αργότερα μαζί με τους Αθηναίους, τους Σαλονικιούς και τις συνήθειές τους.

Δειλά δειλά και οι Ζαγορίσιοι άρχισαν να βλέπουν το έργο να εξελίσσεται και

αποφάσισαν να επιστρέφουν από Παρασκευή έως Κυριακή, να κοιτάνε και την

ξεχασμένη μάνα τους, να κονομάνε κιόλας. Σήμερα είναι σχεδόν όλοι εκεί και

τρίβουν με ευχαρίστηση τα χέρια τους για την αποκάλυψη των ορεινών θησαυρών

της Ελλάδας και την επόμενη περίοδο ακμής του Ζαγοριού, που έχει ήδη

ξεκινήσει.

«Το Ζαγόρι είναι ο τόπος πίσω από τα βουνά, μια μοναδική φύση, αλλά κι ένας

τοπικός πολιτισμός, μια ζωντανή ιστορία, ένας απόμακρος θρύλος, μια

αρχιτεκτονική πέτρας κι ένας σπάνιος κόσμος φυτών και ζώων…», γράφει ο φίλος

Μιχάλης Αράπογλου. Ανάμεσα στο Μιτσικέλι των Ιωαννίνων, τον ποταμό Αώο που

«ξενιτεύεται» στην Αλβανία, το Μαυροβούνι του Μετσόβου και το ορεινό

συγκρότημα της Τύμφης, η συστάδα των πέτρινων χωριών που ονομάζουμε

Ζαγοροχώρια παλεύει να διατηρήσει την πολιτισμική της ταυτότητα, τώρα

περισσότερο από ποτέ. Μπορεί οι Ζαγορίσιοι να μην ταξιδεύουν πια στα πέρατα

του κόσμου, αλλά έρχονται από τα πέρατα του κόσμου για να τους συναντήσουν

εδώ, ανταλλάσσοντας όπως πάντα αγαθά, ιδέες, αντιλήψεις, πολιτισμό και πλούτο.


H Βωβούσα ανήκει και αυτή στο Ζαγόρι

Ετούτος ο τόπος δεν χωράει σε ένα αφιέρωμα, δεν χωράει ολόκληρος δηλαδή, δεν

κατανέμεται σε ενότητες, δεν κατακερματίζεται αυθαίρετα σε ανατολικό δυτικό

και κεντρικό. Δεν μπορείς να αφήσεις απ’ έξω τη Βωβούσα, το Βρυσοχώρι, το

απίστευτο Δικόρυφο ή τους Ασπράγγελους. Μπορείς όμως να ακολουθήσεις μερικούς

σαφείς σύγχρονους οδικούς άξονες που θα σε οδηγήσουν με ασφάλεια στην

εμπειρία. Θα σου αποκαλύψουν όχι μονάχα εικόνες, αλλά θα ενεργοποιήσουν όλες

τις αισθήσεις, αρκεί σαν ταξιδιώτης να είσαι ανοιχτός στα ερεθίσματα. Και

μπορεί η κυρα-Κωνσταντίνα στο καφενείο του Βραδέτου να μην έχει το καλύτερο

τσίπουρο και τους μεζέδες στο Ζαγόρι, αλλά πρέπει να δώσεις την παραγγελία

σου. Έτσι, εκείνη θα συνεχίσει να μένει εκεί και ο επόμενος κουρασμένος

περιπατητής της Σκάλας ή της Μπελόης θα το βρει ανοιχτό. M’ αυτόν τον τρόπο θα

ανακαλύψετε το αληθινό Ζαγόρι… αν το επιθυμείτε δηλαδή!