Ο γεννήθηκα-Έλλην-με-γαλλική-αξάν-Αλιάγας ενθουσιασμένος υποστηρίζει το

ελληνικό τραγούδι – και τα συμπαρομαρτούντα – με τα τσαρούχια του

Ραδιοφωνικό πρωινάδικο ή τηλεοπτικό ραδιοφωνάδικο το μαραθώνιο σόου, το οποίο

παρουσίασε ο Νίκος Αλιάγας και προβάλλεται σε μαγνητοσκοπημένες συνέχειες από

το Mega, θυμίζει τα «μπουλούκια» των καθιερωμένων πρωινάδικων σε θερινή

περιοδεία, αλλά με πινελιές ριάλιτι, καθώς το φιλοθέαμον κοινό θα περιμένει να

παρατηρήσει και τη σταδιακή κόπωση του παρουσιαστή, μια και θα παραμείνει στις

επάλξεις 32 ώρες. Όλα τα έχει υποτίθεται το εν λόγω υβρίδιο

ραδιοφωνοτηλεόρασης, δεν του έλειψαν ούτε οι εθνικοί κριτές-ριάλιτι, ο συνήθης

δηλαδή θίασος Μουρατιδοψινάκηδων.

H διαφορά του μαραθώνιου σόου από τα πρωινάδικα πάντως ήταν στο μέγεθος

του κοινού, καθώς τα δεύτερα συγκεντρώνουν πλήθη ντόπιων όπου βρεθούν, ενώ η

εν λόγω ραδιοφωνοπρωινάδικη εκδήλωση δεν συγκέντρωσε παρά μια χούφτα

λουόμενους στην περιοχή, τουλάχιστον κατά τις πρώτες ώρες αναμετάδοσής της, οι

οποίες προβλήθηκαν ως πρώτο επεισόδιο.

Ο ίδιος ο παρουσιαστής, υπερκινητικός, κάτι μεταξύ Αρναούτογλου και

Μουρατιδομικρούτσικου σε φλυαρία και κοινοτοπίες, πλην όμως πραγματικός

ζογκλέρ στην ταχύτητα αλλαγής θέσεων, από το στρογγυλό τραπέζι με τους

καλεσμένους στην είσοδο της πλαζ στα Αστέρια της Γλυφάδας για να υποδεχθεί

τους τραγουδιστές και από εκεί να τους οδηγήσει στη σκηνή, όπου ερμήνευαν τα

σουξέ τους.

Καλεσμένοι η τηλεοπτικογκλάμουρ σοουμπίζ, από Ψινάκη και Μουρατίδη

μέχρι Ναταλία Γερμανού και Πέτρο Κωστόπουλο, όλοι όσοι έχουν άποψη δηλαδή για

το ελληνικό γλέντι και την ποιότητα της μουσικής που πρέπει να ακούει το έθνος

και έχουν χρηματίσει κατά καιρούς – ορισμένοι ακόμη και σήμερα – ιδεολογικοί

καθοδηγητές του νεολαιίστικου σουξεδογλεντοκοπήματος. Άλλωστε, η εκδήλωση αυτό

ακριβώς είχε σκοπό να ενισχύσει, όπως άλλωστε και τα τηλεοπτικά πρωινάδικα,

των οποίων τη δομή είχε αντιγράψει.

Δεν έλειψε ούτε η επίδειξη μόδας από τον Μιχάλη Ασλάνη, μόνο που δεν

καταλάβαμε τι άκουγε εκείνη την ώρα το ραδιοφωνικό κοινό, μια και το θέαμα

απευθυνόταν αποκλειστικώς σε τηλεοπτικό. Τι δουλειά είχε σε μια εκπομπή για το

ελληνικό τραγούδι η μόδα; Απλώς συμπληρώνει το «πακέτο» του λάιφ στάιλ που

προωθείται με την εμπορική μουσική. Το ίδιο κάνουν και οι Γάλλοι ή οι Βρετανοί

– απ’ όπου ξεπατικώνουμε τα τερτίπια -, μόνο που ο καθένας ξεχωρίζει αναλόγως

με την κουλτούρα του και την παράδοσή του. Για μας προέχει το εγχώριο αθάνατο

τσιτσίδωμα, το οποίο και αναδείχθηκε δεόντως από τις αοιδούς της πίστας μέχρι

τις μοντέλες στην πασαρέλα.

Μοναδικό το φουστάνι της Κατερίνας Στανίση με τα βολάν και την ακάλυπτη πλάτη

– αφήνουμε το μπούστο που μετά βίας κρυβόταν -, πιο «συγκρατημένη» η Ειρήνη

Μερκούρη στο ανφάς, γιατί όταν γυρνούσε πλάτη συντονιζόταν στο κλίμα

«εμείς-στην-πίστα-γδυνόμαστε».

Αυτές πάντως ήταν και οι βασικές ατραξιόν, ενός

ακροάματος-που-έγινε-θέαμα-με-το-ζόρι αποκαλύπτοντας ασυγχώρητες αδυναμίες για

τηλεόραση, όπως το εξαιρετικά μικρό κοινό κάτω από την πίστα και αυτό μάλλον

βαριεστημένο, τις πλαστικές καρεκλίτσες, όπου κάθονταν οι καλεσμένοι στριμωχτά

γύρω από ένα τραπέζι, το ενδυματολογικό αλαλούμ – άλλοι με τα πρωινά τους και

άλλοι με τα βραδινά τους, ανεξαρτήτως ώρας. Αφήνουμε στην άκρη υποτιθέμενα

«χάπενινγκ», όπως το ταψάκι με τον μουσακά που προσφέρθηκε στον Μουρατίδη σαν

αστειάκι για τον τίτλο της εκπομπής του, το οποίο είχε την πρωτοτυπία

γυμνασιακού χιούμορ.

Εμείς πάμε «πακέτο»

Εκτός από την παρέλαση τόσων σουξεδοαστεριών πάντως, το υπόλοιπο θέαμα διόλου

δεν πρωτοτύπησε. Αντιθέτως, μας μπέρδεψε ως προς το ποια εκπομπή

παρακολουθούμε, μια και καλεσμένοι δεν ήταν άλλοι από τον ίδιο θίασο που έχει

αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στην αγορά της σουξεδογκλαμουριάς χάρη στις

τηλεοπτικές εμφανίσεις του με τις οποίες υποστηρίζει την αγορά των

καλλιτεχνών-«πακέτων». Τον θίασο που αποτελείται από τις γνωστές παρέες των

κριτών σε ριάλιτι και των μονίμως καλεσμένων σε πρωινάδικα, πλαισιωμένους από

ηθοποιούς των σίριαλ της τηλεόρασης. Τα ίδια πρόσωπα που αναμάσησαν τα ίδια

αστειάκια, τα οποία περιφέρουν στα ριλιάτι-πάνελ, ακκιζόμενα και

ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις και γαλιφιές, μετατρέποντας εν τέλει τα τραγούδια

σε μουσική υπόκρουση της δικής τους παρουσίας.