H ιστορία παίζει ειλικρινά παράξενα παιχνίδια. Το «αριστερό όχι» στο

Ευρωσύνταγμα, που σκόπευε (σύμφωνα με πολλούς) σε μια δημοκρατικότερη Ευρώπη,

ενδυνάμωσε τελικά σε απίστευτο βαθμό την παγκόσμια θέση του Βρετανού

πρωθυπουργού T. Μπλερ.

Όποιος δεν θέλει να κάνει αυτή την ιστορική καταγραφή προφανώς εθελοτυφλεί

σκόπιμα και απαράδεκτα.

Όμως, ας δούμε ειδικότερα τι πέτυχε στις Βρυξέλλες ο εκφραστής του «τρίτου

δρόμου» (για να βγάλουμε και κάποια γενικότερα συμπεράσματα για το σκοτεινό

μέλλον αυτής της ηπείρου).

Κατ’ αρχάς, ο Βρετανός πρωθυπουργός άλλαξε «βίαια» τη δική του υποκειμενική

ιστορία, αφού επέστρεψε στη χώρα του ως εθνικός ήρωας («Europe gives Blair his

chance to pull the levers of history», «Times» 20/6/2005).

Επιπλέον, για πρώτη φορά ο απομονωμένος T. Μπλερ κατόρθωσε να συγκροτήσει στο

εσωτερικό του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι κάποιες σημαντικές συμμαχίες με τις χώρες

εκείνες (όπως η Ολλανδία, η Φινλανδία και η Σουηδία), που θεωρούν ότι

χρηματοδοτούν την Κοινότητα με τεράστια ποσά (χωρίς να λαμβάνουν σχεδόν

τίποτε).

Τέλος, ο Βρετανός πρωθυπουργός κατόρθωσε πολύ αριστοτεχνικά να προβάλει το

στρατηγικό πρόβλημα της ανορθολογικότητας του κοινοτικού προϋπολογισμού, που

αφιερώνει το 40% για τους αγρότες, όταν αυτοί αντιπροσωπεύουν μόνο το 5% του

ευρωπαϊκού πληθυσμού.

H άποψη αυτή γίνεται (εν μέρει) δεκτή και από τον σημερινό πρωθυπουργό της

Γαλλίας, αφού με τέτοιο αναχρονιστικό προϋπολογισμό η Ευρώπη δεν μπορεί να

είναι ανταγωνιστική στην παγκόσμια κοινωνία της «γνώσης και της

έρευνας» του 21ου αιώνα («Une nouvelle Europe politique», «Le Monde»

29/6/2005).

Μάλιστα, η άποψη τούτη κερδίζει ακόμη περισσότερο έδαφος, όταν αντιλαμβάνεται

κανείς ότι το 1/5 των αγροτικών επιδοτήσεων διοχετεύεται σκανδαλωδώς μόνο

στους Γάλλους αγρότες (που με τις πιέσεις τους στο Κανκούν του Μεξικού

καταδίκασαν πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου στη φτώχεια και την απόγνωση).

Όλα τα παραπάνω δεδομένα, που προέκυψαν από το «όχι», εξασφαλίζουν μια

απίστευτη πολιτική υπεροχή στον Μπλερ. Όμως, εν όψει των προκείμενων

καταγραφών πρέπει να ξαναβάλουμε επιτακτικά το περίφημο ερώτημα που έθετε και

ο Freud στο τέλος της ζωής του. Ο Freud αναρωτιόταν: «Τι θέλει η γυναίκα;»

(Was will das Weib?). Εμείς με παρόμοιο τρόπο πρέπει να αναρωτηθούμε: «Ποια

Ευρώπη θέλουμε»;

Και σε αυτό το πεδίο πρέπει, εν πρώτοις, να σκεφθούμε: είναι δυνατόν κράτη με

πλήρη οικονομική ανομοιογένεια να συμπτύξουν ποτέ μια συνεκτική ένωση; Ο

φημισμένος Αμερικανός οικονομολόγος L. Thurow έλεγε προφητικά, ότι η ΕΟΚ είχε

την τύχη να αρχίσει την πορεία της με λίγες χώρες, οι οποίες βρίσκονταν

περίπου σε ισόρροπα στάδια οικονομικής ανάπτυξης (Thurow, «Το μέλλον του

καπιταλισμού»).

Μετά την αδικαιολόγητη περσινή διεύρυνση, αυτό το τεράστιο πλεονέκτημα χάθηκε

και είναι πολύ δύσκολο να ενιαιοποιηθεί το ανομοιογενές τούτο πεδίο, χωρίς να

προκληθούν δραματικές ανακατατάξεις στο κράτος πρόνοιας (και στους μισθούς)

των αναπτυγμένων κρατών αν λειτουργήσει ο αχαλίνωτος καπιταλιστικός

ανταγωνισμός, όπως τον προωθεί ο Μπλερ. Επομένως, το σημερινό πλαδαρό μόρφωμα

των «25» δεν έχει ούτως ή άλλως κανένα μέλλον (είτε ενταχθεί η Τουρκία είτε

όχι).

Όμως υφίσταται και ένα ακόμη «υπαρξιακό ζήτημα» για το οποίο δεν μπορούν να

υπάρχουν κοινές συμπλεύσεις με τη βρετανική προεδρία. Δηλαδή: Ποιο θα είναι το

πολιτικό όραμα αυτής της νέας Ευρώπης;

Ήδη, οι πιο έξαλλες συντηρητικές φωνές καλούν τον Βρετανό πρωθυπουργό να

κατεδαφίσει σιγά σιγά το κοινοτικό κεκτημένο και να μεταφέρει πολλές εξουσίες

από τις Βρυξέλλες στα εθνικά κράτη («Eureka!», «Times» 30/6/2005).

Πίσω από αυτές τις προτάσεις κρύβεται η ιδέα της μετατροπής της Ένωσης σε μια

απέραντη και σκληρή αγορά. Επομένως, το πολυπόθητο όραμα για μια δημοκρατική

Ευρώπη που θα μεσολαβεί υπεύθυνα στις παγκόσμιες υποθέσεις είναι μακριά από τα

σχέδια του Μπλερ.

Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Εν όψει των παραπάνω αγεφύρωτων

αντιθέσεων, είναι εντελώς απαραίτητο κάποιες κινητήριες προοδευτικές δυνάμεις

– στις οποίες θα περιλαμβάνεται και η Ελλάδα – να σχεδιάσουν από την αρχή μια

πιο μικρή (και ομοσπονδιοποιημένη) Ευρώπη, «που δεν θα αλλάξει τον κόσμο, αλλά

τουλάχιστον θα… σταματήσει τις αυθαίρετες ενέργειες των ΗΠΑ» (Ε. Balibar)!

Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ.