Το κλίμα στη συνάντηση του Ταγίπ Ερντογάν με τον πρόεδρο Μπους την

περασμένη Τετάρτη ήταν βαρύ, και η προσπάθεια του Τούρκου πρωθυπουργού να

αποκαταστήσει τις διαταραγμένες διμερείς σχέσεις έπεσε στο κενό.

Το ύφος των δύο ηγετών μετά την ωριαία συνομιλία τους στο Οβάλ Γραφείο και,

κυρίως, το περιεχόμενο των δηλώσεών τους, επιβεβαίωσαν ότι οι

αμερικανοτουρκικές σχέσεις διανύουν μια από τις δυσκολότερες περιόδους των

τελευταίων δεκαετιών.

Ο Τούρκος πρωθυπουργός δεν απέσπασε καμία δέσμευση από τον Αμερικανό πρόεδρο

σε σχέση με τον κύριο στόχο που είχε θέσει και αφορούσε την ενεργό υποστήριξη

των ΗΠΑ για την εξάρθρωση του PKK. Ο κ. Μπους απέρριψε το αίτημα για

συνεργασία των αμερικανικών και τουρκικών ενόπλων δυνάμεων για την από κοινού

αντιμετώπιση των Κούρδων ανταρτών στο Βόρειο Ιράκ, ενώ μετέφερε στον

συνομιλητή του και τη δυσφορία του για την παθητική, όπως χαρακτηρίζεται στην

Ουάσιγκτον, στάση του κ. Ερντογάν και της κυβέρνησής του έναντι του

αυξανόμενου αντιαμερικανισμού που παρατηρείται στην Τουρκία.

Δημόσια ο κ. Μπους επιχείρησε να ωραιοποιήσει την κατάσταση, κάνοντας λόγο για

«στρατηγική σχέση». Όμως, σε αντίθεση με την συνήθη τακτική που ακολουθεί όταν

υποδέχεται ξένους ηγέτες, δεν μίλησε για κοινή δράση κατά της τρομοκρατίας και

απέφυγε κάθε αναφορά για ρόλο της Τουρκίας στο Ιράκ. Έδειξε με αυτόν τον τρόπο

την ενόχλησή του για την απόφαση της Άγκυρας να μην επιτρέψει τη διέλευση των

αμερικανικών δυνάμεων από το τουρκικό έδαφος τον Μάρτιο του 2003.

Όπως αναφέρουν τα αμερικανικά MME, στελέχη του Πενταγώνου δεν ξεχνούν «την

αρνητική στάση της συμμάχου μας στην κρίσιμη στιγμή που την χρειαζόμασταν,

λίγο πριν από τον πόλεμο». Πρόσφατα μάλιστα, ο υπ. Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ

δήλωσε δημόσια ότι η απουσία δεύτερου μετώπου από τον βορρά επέτρεψε στις

δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν να διαφύγουν και εν συνεχεία να επανασυνταχθούν με

αποτέλεσμα να έχουν προκαλέσει πολύ μεγαλύτερο αριθμό αμερικανικών απωλειών.

Έτσι, η Ουάσιγκτον απάντησε στο αίτημα της Άγκυρας με το κυνικό επιχείρημα ότι

λόγω της τότε απόφασης της Τουρκίας δεν διαθέτει σήμερα τις απαραίτητες

δυνάμεις στο B. Ιράκ για να ανταποκριθεί αποτελεσματικά.