Οι ημιυπαίθριοι χώροι, ένα στοιχείο ιδιαίτερα χαρακτηριστικό για την ελληνική

αρχιτεκτονική, έγινε η κορυφή του παγόβουνου ή μάλλον το σήμα κατατεθέν της

παρανομίας. Αυτό το μεταβατικό στάδιο μεταξύ ανοιχτού και κλειστού χώρου είναι

ο «μεζές» που άνοιξε την όρεξη των κατασκευαστών και των εργολάβων, τα

τελευταία είκοσι χρόνια, να αυθαιρετήσουν και να γεμίσουν όχι μόνο την Αθήνα,

αλλά κάθε οικιστικό τόπο με παραπανήσιους κλειστούς χώρους.

«H παρουσία του ημιυπαίθριου χώρου εμφανίζεται για να δώσει μία

ελαστικότητα στον μελετητή και να του προσφέρει ελευθερία κινήσεων στον

αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του κτιρίου. Τα τετραγωνικά μέτρα της επιφάνειάς τους

δεν μετράνε στη δόμηση, ωστόσο το ίχνος τους στην κάτοψη του σχεδίου μετράει

για την κάλυψη του οικοπέδου. Επομένως οδηγεί στην οικονομική λογική που

νομιμοποιεί την παρουσία του ημιυπαίθριου, αφού ο εργολάβος αυτήν την

επιφάνεια την πληρώνει σαν κάλυψη, η κατασκευή του κοστίζει τα τέσσερα πέμπτα

της αξίας του οικοπέδου κι έτσι, για να ωφεληθεί, καταλήγει να χτίσει έναν

κύριο χώρο του οποίου η μία πλευρά έχει τζαμαρία», εξηγεί στα «NEA» η

αρχιτέκτονας Μαρία Καλτσά.

«Το σπίτι πρέπει να έχει μεγάλα ανοίγματα σε παράθυρα ή εξωστόθυρες. Για να

βλέπει κανείς το έξω τοπίο. Και ας έχει το σπίτι και υπόστεγα, μπροστά από

κάθε χώρο. Γιατί αυτά τα υπόστεγα, ως ημιυπαίθριοι και μεταβατικοί (ανάμεσα

στο έξω και το μέσα) χώροι είναι απαραίτητοι στο ελληνικό κλίμα. Να μην

υπάρχει σπίτι χωρίς υπόστεγους, ημιυπαίθριους χώρους. Οπότε το μέσα και το έξω

συνθέτουν μίαν οργανική ενότητα, που κάνει τη διαβίωση πιο ευχάριστη», έγραφε

το 1938 ο αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης στα «Ημερολογιακά σημειώματα»

(Εκδόσεις Άγρα).

Σήμερα, όμως, η έννοια της προσωρινότητας που χαρακτηρίζει έναν ημιυπαίθριο

χώρο καταστρατηγήθηκε και οδήγησε στην παρανομία τής μετατροπής τού

ημιυπαίθριου σε χτισμένο χώρο, που αποτελεί κύριο μέρος του διαμερίσματος ή

της κατοικίας.


Μαρία Καλτσά

Ο Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, διευκρινίζει, από μόνος του δίνει λαβές για

παρανομίες. «Από τη στιγμή που ο Κανονισμός καθορίζει ότι στα εκτός σχεδίου

οικόπεδα επιτρέπεται να χτίσεις σε επιφάνεια τεσσάρων στρεμμάτων 200 τ.μ., σου

αφήνει το περιθώριο να πνίξεις το οικόπεδο σε ημιυπαίθριους, αφού τα

τετραγωνικά τους δεν υπολογίζονται στη δόμηση. Επίσης, με τις υψηλές

αντικειμενικές αξίες των αστικών οικοπέδων, η γη κοστίζει πολύ ακριβά. Και στα

μικρά οικόπεδα πρέπει να κάνεις τη μεγαλύτερη αξιοποίηση, δηλαδή να καταφύγεις

στη λογική τού ημιυπαίθριου».

Με αυτές τις διατάξεις, οι αυθαιρεσίες έχουν πληθύνει σε όλη τη χώρα, τόσο στα

αστικά κέντρα όσο και στην περιφέρεια. Κι αυτό συμβαίνει γιατί δεν

παρακολουθείται από κανέναν φορέα η εφαρμογή του ΓΟΚ. Αλλά, όπως επισημαίνει η

αρχιτέκτονας, το αστικό τοπίο παρουσιάζει κι άλλες μορφές παρανομίας: «Οι

ημιυπαίθριοι χώροι δεν είναι η μοναδική περίπτωση. Είναι περισσότερες οι

αλλαγές χρήσης που γίνονται με τους υπόγειους χώρους. Στις πιο πολλές

κατασκευές τα υπόγεια γκαράζ γίνονται κύριοι χώροι και παίρνουν τη μορφή play

room, καθιστικού – τραπεζαρίας, ξενώνα ή γκαρσονιέρας για τα παιδιά. Ενώ η

πέργκολα είναι ίσως η πιο βαριάς μορφής παρανομία».

Ο ημιυπαίθριος χώρος δεν προέκυψε από το αρχιτεκτονικό πουθενά.

Πρόγονοί του υπήρξαν η μεσαιωνική loggia που έφθασε στον ελλαδικό χώρο από

τους Βενετούς και τους Φράγκους κατακτητές των Επτανήσων, το τουρκικό χαγιάτι,

τον σκεπαστό εξώστη στα αρχοντόσπιτα των εμπόρων της Μακεδονίας. Υπήρξε το

στοιχείο της ελληνικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που παρατήρησε ο

αρχιτέκτονας Περικλής Γιαννόπουλος σημειώνοντας ότι «ο βίος εν Ελλάδι είναι

υπαίθριος» και ανέλυσε ο Άρης Κωνσταντινίδης.



Μεσογειακό πλεονέκτημα

Γιώργος Τζιρτζιλάκης

«Ο ημιυπαίθριος χώρος είναι το πλεονέκτημα του μεσογειακού ζην. Προέκυψε από

έναν ιδανικό τρόπο ζωής κατά τον οποίο το κλίμα σού επιτρέπει το μεγαλύτερο

διάστημα του χρόνου να απολαμβάνεις το φως, τον αέρα, τη σκιά, τη δροσιά. Όμως

μετατράπηκε σε πρόσχημα παράβασης του ΓΟΚ», επισημαίνει ο καθηγητής

Αρχιτεκτονικής Γιώργος Τζιρτζιλάκης «κι έγινε το εισιτήριο για να

δημιουργηθούν κλειστοί χώροι. Ο ημιυπαίθριος είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα

του ελληνικού τρόπου ζωής απέναντι στα global στοιχεία της μαζικής κατοικίας.

Έχοντας ξεμάθει πια να ζούμε στον ημιυπαίθριο χώρο, να κάνουμε εκεί τις

γιορτές μας, τα γεύματά μας, αρκούμαστε σε μία τακτική να κλεινόμαστε μέσα στο

σπίτι για να βλέπουμε τηλεόραση. Έτσι φθάσαμε στον εκφυλισμό του

πλεονεκτήματος από την πλευρά των κατασκευαστών που οδηγεί στην εκμετάλλευση

του πελάτη. Όμως η ζωή στην Ελλάδα συμβαίνει “έξω”. Οι συνθήκες κλίματος δεν

είναι σαν εκείνες του Όσλο ή του Βερολίνου». H Πανελλήνια Ένωση Αρχιτεκτόνων

στην τελευταία συνεδρίασή της πήρε θέση απέναντι στο θέμα των ημιυπαίθριων

χώρων με τις οικονομικές – πολιτικές προεκτάσεις: «Αρνούμαστε να μπούμε στη

λογική της καταστρατήγησης των ρυθμίσεων του ΓΟΚ και να νομιμοποιήσουμε τα

αυθαίρετα. Γι’ αυτό και επιμένουμε στον πολεοδομικό και οικιστικό έλεγχο όλων

των κατασκευών. Γιατί ο φάκελος μίας κατασκευαστικής μελέτης δεν είναι

χασαπόχαρτο», λέει στα «NEA» ο γενικός γραμματέας της ΠΕΑ, Θανάσης Παππάς,

«για να βγει η οικοδομική άδεια. Γι’ αυτό όποιος κλείνει τον ημιυπαίθριο χώρο

να πληρώνει. Δεν είναι δυνατόν μέσω του υπουργείου Οικονομικών να εξωθούμαστε

στη λογική νομιμοποίησης ενός καθεστώτος αυθαιρεσίας. Χωρίς ουσιαστικούς

ελέγχους δημιουργείται μία λανθάνουσα κοινωνική συνείδηση με ροπή προς την

αυθαιρεσία και την έλλειψη σεβασμού προς τον αρχιτεκτονικό λόγο».

Μια «αμαρτία» είκοσι δύο ετών

* Οι ημιυπαίθριοι χώροι αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής

αρχιτεκτονικής

* Αρχιτεκτονικοί πρόγονοί τους είναι η επτανησιακή λότζα, ο μακεδονικός

εξώστης, το τουρκικό χαγιάτι

* Οι διατάξεις για τους ημιυπαίθριους χώρους ορίστηκαν στον Γενικό

Οικοδομικό Κώδικα του 1983

* Σύμφωνα με τον ΓΟΚ «χρησιμοποιούνται για μετακίνηση ή προσωρινή

παραμονή ανθρώπων»

* Οι ημιυπαίθριοι χώροι, οι εξώστες, τα προστεγάσματα, τα σκίαστρα, οι

παρόδιες στοές δεν προσμετρώνται στον συντελεστή δόμησης

* Σε κάθε κτίριο, η μεικτή επιφάνεια ημιυπαίθριων χώρων και μπαλκονιών

δεν πρέπει να ξεπερνά το 40% του συντελεστή δόμησης

* H μέγιστη επιφάνεια των ημιυπαίθριων χώρων σε ένα οικοδόμημα δεν

επιτρέπεται να υπερβαίνει το 20% του συντελεστή δόμησης (διαφορετικά,

επιτρέπεται 30% μπαλκόνια και 10% ημιυπαίθριοι)