Ούτε ο πιο παθιασμένος αντικληρικαλιστής δεν θα μπορούσε να φανταστεί αυτά που

βλέπουν τα μάτια μας και ακούν τ’ αυτιά μας τις τελευταίες εβδομάδες. Ούτε ο

πιο φανατικός εχθρός της Εκκλησίας δεν θα μπορούσε να σχεδιάσει μια τόσο

επώδυνη, βαθιά και δομική κρίση της.

Το κατάφερε, όμως, η Ιεραρχία από… μόνη της. H κρίση είναι εξ οικείων. Κατ’

αρχάς προκύπτει από όσα αποκρουστικά δημοσιοποιούνται για «ενέργειες»

παραγόντων της ίδιας της Εκκλησίας, οι οποίες είχαν την ανοχή ή, ακόμα και,

την έμπνευση της «κορυφής» της ηγεσίας της. Έπειτα, είναι προφανές πως η

κρίση, σε μεγάλο της μέρος, προκύπτει από την αβυσσαλέα σύγκρουση θανάσιμα

αντίπαλων εκκλησιαστικών κέντρων, η οποία οδηγεί σε ποταμηδόν και ένθεν

κακείθεν διοχετεύσεις αποκαλύψεων.

Βέβαια, η εκκλησιαστική κρίση μοιάζει σαν ένα κουβάρι που ξετυλίγεται και

υποβάλλει την κορυφή της Ιεραρχίας στο μαρτύριο της σταγόνας. Κι αυτό είναι

εύλογο να τροφοδοτεί τις εικασίες για σχεδιασμένο χαρακτήρα της. Ας

παραβλέψουμε, προς στιγμήν, πως πολλές φορές η ερμηνεία σημαντικών γεγονότων

είναι πιο απλή και βρίσκεται στη συρροή και συνάρθρωση μιας σειράς παραγόντων

και δυνάμεων. Αν, λοιπόν, ισχύει η εκδοχή του «σχεδίου», κάθε άλλο παρά

αναιρούνται τα προαναφερθέντα για τον ενδογενή χαρακτήρα της κρίσης. Επιπλέον,

τίποτα δεν δείχνει πως «συγγραφείς» ενός υποτιθέμενου σχεδίου είναι τρίτοι

παράγοντες και όχι εκκλησιαστικά κέντρα.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, λοιπόν, η κρίση είναι εξ οικείων. Και ανάλογη σε έκταση

και σε βάθος δεν είναι, εξ όσων γνωρίζω, καταγεγραμμένη στην εκκλησιαστική

ιστορία.

Μετά το ’74 η σχέση της Εκκλησίας με την κοινή γνώμη αλλά και τους πιστούς

είχε κλονισθεί λόγω της στάσης και του ρόλου της Ιεραρχίας στη διάρκεια της

δικτατορίας. Εξ αιτίας αυτού και των χαρακτηριστικών τού τότε Αρχιεπισκόπου η

Ιεραρχία ακολούθησε μια στάση διακριτικής παρουσίας έως απόσυρσης και

ταυτόχρονης «συντεχνιακής περιχαράκωσης». Εξαργύρωσε αδρά αυτή της τη στάση,

αφού παρέμεινε εκτός αποχουντοποίησης αλλά και μακράν οποιασδήποτε

δημοκρατικής αλλαγής, παρ’ ότι ήταν ένα αυτοαναπαραγόμενο κλειστό σύστημα

εξουσίας που δεν είχε στοιχειώδη σχέση με τη δημοκρατική αντίληψη.

H στροφή του ’98 στηρίζεται στη γενικότερη αναγέννηση του θρησκευτικού

αισθήματος, αλλά δεν σχετίζεται με αλλαγές στο πνευματικό και κοινωνικό έργο

ούτε, βέβαια, στην αντιδημοκρατική λειτουργία της Εκκλησίας. H εκλογή

Χριστόδουλου σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη φάση της διακριτικής παρουσίας και

της περιχαράκωσης στη φάση της δυναμικής παρουσίας και της διεκδίκησης

κοσμικού ρόλου.

Συνοδεύεται από τη χρησιμοποίηση σύγχρονων μεθόδων (media – επικοινωνία) αλλά

και – ακόμη μεγαλύτερης – «επιστροφής στο παρελθόν», κατά την προσφιλή του

έκφραση, όσον αφορά το περιεχόμενο. Είναι προς τούτο χαρακτηριστική η

μετατροπή του κηρύγματός του από άμβωνος σε διαρκές τηλεοπτικό σόου με

δηλητηριώδη μηνύματα εθνικισμού, ρατσισμού, μισαλλοδοξίας και οπισθοδρόμησης.

Είναι, όμως, αυτή ακριβώς η υπερέκθεση στα media και η ανάληψη ενός ρόλου

κριτή και τιμητή των πάντων που μεγεθύνει περαιτέρω τις διαστάσεις της τωρινής

κρίσης. Στα μάτια της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα των έκπληκτων πιστών πολλοί

απ’ όσους καυχώνταν για την αγιοσύνη τους όχι μόνο αποδεικνύονται κοινοί

θνητοί αλλά και με πολύ μεγαλύτερες αδυναμίες από όσους έκριναν και

κατέκριναν. Οι μάχες εξουσίας στο εσωτερικό της Εκκλησίας αποδεικνύονται πολύ

πιο ζοφερές, αδίστακτες και «αιματηρές» απ’ ό,τι σε άλλους θεσμούς, π.χ. τους

πολιτικούς.

H υποκρισία αποτελεί μείζον αμάρτημα για εκείνους που διεκδικούν δημόσιο ρόλο.

H κοινή γνώμη δεν το συγχωρεί εύκολα. H Ιεραρχία και ο Αρχιεπίσκοπος

περιέπεσαν σε αυτό. Οι δημοσκοπήσεις άρχισαν, ήδη, να δείχνουν την πτώση.

Είναι ακόμα η αρχή. Θα υπάρξει και συνέχεια, εφόσον αρκεσθούν σε αποφάσεις

όπως της πρόσφατης Συνόδου της Ιεραρχίας.

Ενδεικτικό, άλλωστε, της σοβαρότητας της κατάστασης είναι πως επανέκαμψε η

συζήτηση για τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας και, μάλιστα, με νέους και πολύ

περισσότερους πρωταγωνιστές. H εξέλιξη αυτή είναι θετική, αφού αφορά μια

μείζονα δημοκρατική τομή που έχει καθυστερήσει με ευθύνη των εμπνευστών του

Συντάγματος του ’75 και των δύο μετέπειτα αναθεωρήσεων. Όμως η παρούσα κρίση

έχει έμμεση σχέση μόνο με το περί ου ο λόγος θέμα. Κι αυτός είναι ένας

επιπλέον λόγος ώστε ο χωρισμός να μη μετατρέπεται σε εύκολη αντιπολιτευτική

καραμέλα και μάλιστα από εκείνους που είχαν την ευθύνη της τελευταίας

συνταγματικής αναθεώρησης.

Ίσως θα ήταν επωφελέστερο η συζήτηση, προς το παρόν, να στραφεί σε θέματα που

σχετίζονται πιο άμεσα με την παρούσα κρίση, π.χ. με μέτρα που θα φέρουν ρωγμές

στο «κλειστό σύστημα εξουσίας» (εισβολή του λαϊκού στοιχείου) ή με άλλα που θα

εγκαταλείπουν κραυγαλέους αναχρονισμούς (αγαμία επισκόπων). Θα μπορούσαν,

επίσης, να προωθηθούν άλλα υπερώριμα ζητήματα για τα οποία δεν απαιτείται

συνταγματική αναθεώρηση, π.χ. η κατάργηση της άδειας των ορθοδόξων

μητροπολιτών για τους λατρευτικούς οίκους άλλων θρησκειών κ.ο.κ.

Οι σημερινές σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας στην πραγματικότητα είναι ετεροβαρείς

στον βαθμό που η Εκκλησία αναμειγνύεται στις κρατικές και δημόσιες υποθέσεις,

χωρίς να ισχύει και το αντίστροφο. Μήπως, λοιπόν, πριν από τον αναγκαίο, αλλά

μελλοντικό διαχωρισμό, ήρθε η ώρα οι σχέσεις να ισορροπήσουν και να επιβληθούν

από το Κράτος ορισμένα μέτρα στοιχειώδους εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού;

Και η επιβολή σημαίνει παράκαμψη των βολικών αλλά ατελέσφορων, όπως

αποδείχθηκε, παραινέσεων για «αυτοκάθαρση». Άλλωστε, αφού εξ οικείων είναι η

κρίση, δυσχερές να ισχύσει το ίδιο και για τη διέξοδο.