Ο σεισμός μεγέθους 9 βαθών της κλίμακας Ρίχτερ, ο οποίος έγινε την Κυριακή

26 Δεκεμβρίου στα ανοιχτά των βορειοδυτικών ακτών της Σουμάτρας, είναι

αποτέλεσμα μιας τεκτονικής ιστορίας πριν από 85 εκατομμύρια χρόνια. Εκείνη την

περίοδο – μετά τον σχηματισμό του Ινδικού Ωκεανού – η ινδοαυστραλιανή πλάκα

που πάνω της βρίσκεται η Ινδία αποχωρίστηκε από την Αφρική.

«Ταξίδεψε» στον ωκεανό προς Βορράν με ταχύτητα 10 εκατοστών το χρόνο. Στη

συνέχεια, πριν από 50 εκατομμύρια χρόνια, η Ινδία συγκρούστηκε με την Ευρασία

και εξακολούθησε να κινείται με ταχύτητα 5-6 εκατοστών τον χρόνο. Έτσι

δημιουργήθηκε η οροσειρά των Ιμαλαΐων, η ψηλότερη του κόσμου, και έτσι

«γλίστρησε» η μάζα της Ινδοκίνας, που πάνω της βρίσκεται το ινδονησιακό

αρχιπέλαγος, προς τα νοτιοανατολικά.

Εξαιτίας αυτής της τιτάνιας αντιπαράθεσης, η Ινδονησία, που τα 17.000 νησιά

της είναι σπαρμένα σε μια έκταση 5.000 χιλιομέτρων, είναι εξαιρετικά

ηφαιστειογενής και σεισμογενής. Τον Αύγουστο του 1883 είχε σημειωθεί στην

περιοχή μία από τις πιο σημαντικές ηφαιστειακές εκρήξεις στην ιστορία: το

ηφαίστειο Κρακατόα είχε προκαλέσει ένα πανίσχυρο τσουνάμι και είχαν βρει το

θάνατο 36.000 άνθρωποι.

5 μέτρα στα 100 χρόνια. Σήμερα, κατά μήκος της νήσου Σουμάτρας, η

ινδοαυστραλιανή ωκεάνια πλάκα περνάει κάτω από την ηπειρωτική με ταχύτητα 4-5

εκατοστών τον χρόνο, δηλαδή 5 μέτρα στα 100 χρόνια. «Υπάρχει εκεί μια

εντυπωσιακή ενέργεια η οποία συσσωρεύεται αργά. Όταν αυτά τα 5 μέτρα

εκτονώνονται μέσα σε λίγα λεπτά, προκαλείται γιγάντιος σεισμός», εξηγεί ο

Μοχάμεντ Σλιε, ειδικός στην ινδονησιακή τεκτονική πλάκα, ο οποίος συνεργάζεται

με το Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνιας (Caltech) και με το Ινστιτούτο

Παγκόσμιας Φυσικής του Παρισιού (IPGP).

H εκτόνωση της ενέργειας. H συσσωρευμένη ενέργεια είναι τέτοια που δεν

μπορεί να διαλυθεί μέσα σε μία μόνο φορά. Δεκάδες εκτονώσεις έχουν ήδη συμβεί

και θα συμβούν και άλλες τις επόμενες δεκαετίες, όπως συνήθως συμβαίνει με

όλους τους μεγάλους σεισμούς. H μετατόπιση των πλακών έχει ως αποτέλεσμα «την

οριζόντια κίνηση ορισμένων τμημάτων της Σουμάτρας κατά 15-20 μέτρα προς τα

νοτιοδυτικά», εξηγεί ο Πολ Ταπονιέ, διευθυντής του Εργαστηρίου Τεκτονικής στο

IPGP. Παρόμοια φαινόμενα είχαν παρατηρηθεί και στον μεγάλο σεισμό της Αλάσκας

το 1964: τότε νησιά είχαν ανυψωθεί 12 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της

θάλασσας. «H συσσώρευση σεισμών δημιουργεί το ορεινό τοπίο της Γης», λέει ο

Ταπονιέ. «Αυτοί είναι οι μεγάλοι αρχιτέκτονες των τοπίων μας».

«Κάθε 200 χρόνια οι σφοδρές επιθέσεις του Εγκέλαδου στην περιοχή»

Στο επίκεντρο των επιστημόνων και των ερευνητών διαφόρων χωρών βρίσκεται εδώ

και πολλά χρόνια το ινδονησιακό αρχιπέλαγος και η γειτονική περιοχή λόγω του

ότι είναι εξαιρετικά ηφαιστειογενής και σεισμογενής περιοχή. Από το 1991 έως

το 2001, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδότησε το πρόγραμμα «Geodyssea» (Γεωδυναμική

της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας), με το οποίο μελετήθηκε με σύστημα

δορυφορικού εντοπισμού η μετατόπιση των πλακών σε εκείνη την περιοχή του

κόσμου. Έτσι διαπιστώθηκε ότι «η ένταση συσσωρεύεται στο ρήγμα της Σουμάτρας,

του Σουλαβέζι και στο μεγάλο ρήγμα των Φιλιππίνων», εξηγεί ο Μισέλ Βιλνέβ,

διευθυντής ερευνών στο CNRS (Κέντρο Γεωλογίας του Πανεπιστημίου της

Προβηγκίας).

Οι διεγέρσεις. Επίσης, μελέτες παλαιοσεισμολογίας που έγιναν σε αρχαία

ιζηματογενή πετρώματα έδειξαν ότι αυτά τα μεγάλα ρήγματα διεγείρονται κατά

μέσο όρο κάθε 50-100 χρόνια. Παράλληλα με αυτές τις έρευνες, ένα τηλεμετρικό

σεισμογραφικό δίκτυο εγκαταστάθηκε στις Φιλιππίνες. «Αυτοί οι μόνιμοι σταθμοί

είναι συνδεδεμένοι δορυφορικά με την Τζακάρτα και τη Μανίλα», λέει ο Βιλνέβ.

Αλλά, δυστυχώς, αυτά τα παρατηρητήρια ασχολούνται κυρίως με τους χερσαίους και

όχι με τους υποθαλάσσιους σεισμούς.

Ερευνητές του IPGP, του Caltech και Ινδονήσιοι επιστήμονες εγκαθιστούν 25

μόνιμους σταθμούς δορυφορικού εντοπισμού στα νησιά της Ινδονησίας. Ένδεκα από

αυτούς τοποθετήθηκαν ήδη το 2003 και το 2004, και 4-5 ακόμη θα τοποθετηθούν το

προσεχές έτος. Οι επιστήμονες μελέτησαν επίσης τα κοράλλια της περιοχής με

ακτίνες X και τα χρονολόγησαν με την μέθοδο στροντίου-ουρανίου. Έτσι μπόρεσαν

να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι μεγάλοι σεισμοί στην περιοχή συμβαίνουν

κατά μέσο όρο κάθε 200 χρόνια.

Και εξακρίβωσαν ότι ένας σεισμός μεγέθους 8,9 βαθμών είχε σημειωθεί στο κέντρο

της Σουμάτρας το 1833 και ένας άλλος μεγέθους 8,5 βαθμών είχε σημειωθεί στο

νησί Νιας το 1861. Και από τους δύο αυτούς σεισμούς είχαν προκληθεί μεγάλα

τσουνάμι. «Υπάρχει δυστυχώς το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο να έχουμε στο μέλλον

έναν σεισμό μεγέθους 8,7 βαθμών, ακριβώς στο κέντρο της Σουμάτρας στην

τοποθεσία όπου είχε σημειωθεί ο σεισμός του 1833», καταλήγει ο Μοχάμεντ Σλιέ.