H άρση των περιφερειακών ανισοτήτων ενδυναμώνει την αναγκαιότητα περιφερειακής

και τοπικής διάστασης στην αναπτυξιακή στρατηγική και πολιτική της χώρας μας.

Παράλληλα, αναδεικνύει με τον πιο σαφή τρόπο το ζήτημα της ενεργοποίησης του

πολίτη καθώς και του ρόλου των περιφερειακών και τοπικών θεσμών στον

σχεδιασμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της περιφερειακής και τοπικής

ανάπτυξης.

Πράγματι, η αναπτυξιακή διαδικασία στην Ελλάδα, η ανάπτυξη οριζόντιας

κατεύθυνσης της επενδυτικής και οικονομικής δραστηριότητας σε δύο κυρίως

πόλους και η συγκεντρωτική λειτουργία του κράτους, απονεύρωσε τις δημοκρατικές

και συμμετοχικές διαδικασίες με αποτέλεσμα την ελαχιστοποίηση του

ενδιαφέροντος των πολιτών για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα σε εθνικό και

περιφερειακό επίπεδο.

Έτσι, εξελίσσεται ο περιορισμός της κοινωνικής αυτονομίας, η συρρίκνωση της

δράσης των κοινωνικών, περιφερειακών και τοπικών θεσμών, η υποβάθμιση της

ποιότητας στη συμμετοχή, στη δημοκρατία και στην αλληλεγγύη. Οι περιφερειακοί

και συλλογικοί φορείς της ανάπτυξης λειτουργούν υποτονικά, επιτρέπουν την

κυριαρχία της εξατομίκευσης, των πελατειακών σχέσεων και της γραφειοκρατίας,

με αποτέλεσμα η περιφερειακή οικονομική δραστηριότητα σήμερα στη χώρα μας να

τροφοδοτείται, κατά κύριο λόγο, με τη μεταφορά πόρων παρά με τη δημιουργία

προϋποθέσεων παραγωγής πόρων και δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης.

Ο στρατηγικός αναπτυξιακός προσανατολισμός των περιφερειών στην κατεύθυνση της

«παραγωγής πόρων» προϋποθέτει τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής διάρθρωσης του

παραγωγικού συστήματος και της αναγκαιότητας μετάβασής του από τους τομείς

παραγωγής στα παραγωγικά συμπλέγματα.

Αναγκαία συνθήκη γι’ αυτή τη μεταμόρφωση του παραγωγικού συστήματος αποτελεί η

ανάπτυξη κλαδικών πολιτικών και η διαμόρφωση ολοκληρωμένων παραγωγικών

συμπλεγμάτων (π.χ. αγροδιατροφικές αλυσίδες, βιομηχανο- τουριστικό σύμπλεγμα,

αγροτουριστικό σύμπλεγμα, κ.λπ.) σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Είναι προφανές ότι η διαμόρφωση και η άσκηση πολιτικών μεταμόρφωσης του

παραγωγικού συστήματος σε περιφερειακό επίπεδο, προϋποθέτει συμφωνίες στο

επίπεδο της περιφέρειας, προκειμένου να μεγιστοποιείται το αποτέλεσμα από τη

συντονισμένη και συνδυασμένη δράση των οικονομικών και διοικητικών φορέων,

παράλληλα με τη διαρκή αξιολόγηση της περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής στο

πλαίσιο της προσέγγισης στόχου-αποτελέσματος (INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, 2004).

Όμως, στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαίο να απαντηθεί μεταξύ των άλλων το

εξής ερώτημα: ποιος είναι ο ρόλος της «κοινωνίας των πολιτών» σ’ αυτή τη

διαδικασία της εναλλακτικής περιφερειακής και τοπικής αναπτυξιακής

στρατηγικής;

H απάντηση που δίδεται από το πεδίο της αντίληψης και της εφαρμογής της

«συμμετοχικής δημοκρατίας», εστιάζεται στη διοικητική αποκέντρωση, στην

ανάπτυξη μη κυβερνητικών οργανώσεων και εθελοντικών ενώσεων πολιτών καθώς και

στη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων.

Αντίθετα, η απάντηση που δίδεται από το πεδίο της αναδιάρθρωσης των σχέσεων

κράτους – περιφερειακών και τοπικών φορέων – κοινωνίας, επικεντρώνεται στην

ενεργοποίηση του πολίτη, ο οποίος με τη δημοκρατική συμμετοχή του στην

αναπτυξιακή διαδικασία θα συμβάλει στον μετασχηματισμό των

περιφερειακών-τοπικών προβλημάτων σε περιφερειακές-τοπικές πολιτικές.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ενεργός πολίτης της περιφέρειας και της τοπικής κοινωνίας

που παρατηρεί με ανησυχία την ανταγωνιστική επιδείνωση και υποβάθμιση της

οικονομίας της περιοχής του, η οποία εκδηλώνεται με τη μείωση της απασχόλησης,

της παραγωγής και των εισοδημάτων, προτάσσει με έμφαση την αναγκαιότητα

απόδοσης αναπτυξιακού χαρακτήρα και στόχου της περιφέρειάς του, προκειμένου να

δημιουργηθούν μέσο-μακροπρόθεσμα οι προϋποθέσεις αποτελεσματικής αξιοποίησης

των ανθρώπινων, των τεχνολογικών και των κοινωνικο-οικονομικών δυνατοτήτων τής

κάθε περιφέρειας της χώρας μας.

Παράλληλα, ο ενεργός πολίτης διεκδικεί στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του

«συμμετοχικού προϋπολογισμού» της τοπικής κοινωνίας την κατεύθυνση προσαρμογής

των οικονομικών της περιφερειακής-τοπικής διοίκησης στις περιφερειακές-τοπικές

ανάγκες και όχι το αντίθετο.

Έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η σύζευξη της πολιτικής δημοκρατίας

σε περιφερειακό-τοπικό επίπεδο με την κοινωνικο-οικονομική δημοκρατία.

Πράγματι, από την άποψη αυτή, όπως οι σταυροφόροι συνοδεύονται από τους

επενδυτές και η αυτονομία της οικονομικής εξουσίας από την πολιτική εξουσία

απειλεί τις δημοκρατικές λειτουργίες, έτσι και η αυτονόμηση της πολιτικής από

την κοινωνικο-οικονομική δημοκρατία προδιαγράφει το τέλος της «κοινωνίας των

πολιτών» και ενδυναμώνει τις συνθήκες επικράτησης της «κοινωνίας των ιδιωτών».

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου,

επιστημονικός διευθυντής INE/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ