Οι δικτάτορες εγκατέλειψαν την εξουσία έντρομοι και περιδεείς μπροστά στο

μέγεθος του εγκλήματός τους

Προδοσία: H τελευταία πράξη

Στις 2 π.μ. της 24ης Ιουλίου 1974 το αεροσκάφος του Προέδρου της Γαλλικής

Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.

Στην πόρτα που άνοιξε με βιασύνη εμφανίστηκε ο K. Καραμανλής, κάτω από τις

επευφημίες και ζητωκραυγές χιλιάδων ανθρώπων. Στις 4.15 ο K. Καραμανλής

ορκίστηκε στη Βουλή πρωθυπουργός, λίγο πριν χαράξει το φως στις κορυφές του

Υμηττού.

Έτσι έκλεισε ο σκοτεινός κύκλος της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα, που

είχε ανοίξει 7 χρόνια και 3 μήνες νωρίτερα, στις 21 Απριλίου 1967. Τα στελέχη

και οι συνεργάτες της χούντας έτρεξαν να κρυφτούν στους υπονόμους της

Ιστορίας. H δικτατορία κατέρρευσε κάτω από την εθνική προδοσία της,

προκαλώντας την τουρκική εισβολή στο νησί και την ντε φάκτο διχοτόμηση που

επεδίωκε η Άγκυρα.

Και τι δεν διέπραξαν οι δικτάτορες και τα όργανά τους! Εσχάτη προδοσία, στάση,

φόνους, απάτες, καταχρήσεις εξουσίας, βασανιστήρια, σωματικές βλάβες,

παράνομες συλλήψεις και εκτοπίσεις χιλιάδων πολιτών, κρατήσεις, φυλακίσεις,

αυθαίρετες στερήσεις ιθαγένειας, απολύσεις και διώξεις λόγω πολιτικών

φρονημάτων και άλλα πολλά ων ουκ έστιν αριθμός.



Από το πραξικόπημα στην εισβολή…

Μέχρι να κινητοποιηθεί η Εθνική Φρουρά, δολοφονήθηκαν απλοί πολίτες, έγιναν

βιασμοί γυναικών και εκτελέστηκαν αιχμάλωτοι στρατιώτες. H ΕΛΔΥΚ σε μια

απεγνωσμένη εξόρμηση κατάφερε να απωθήσει προσωρινά τις τουρκικές δυνάμεις

κατά τόπους

Οι δραματικές ώρες που ζούσε ο λαός και η χώρα ήταν το αποκορύφωμα πυκνών

εξελίξεων που είχαν αρχίσει λίγες ημέρες πριν, στη Λευκωσία. Αλλά οι

πρωταρχικές τους αιτίες βρίσκονταν βαθιά μέσα στον χρόνο, στο αντιδημοκρατικό

καθεστώς που οργανώθηκε στη χώρα με αφορμή τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-49. Τα

Ανάκτορα και η αντιδραστική Δεξιά με την υποστήριξη των ΗΠΑ και της Βρετανίας

μια κοινοβουλευτική ημιδημοκρατία εκτάκτων μέτρων και ειδικών διακρίσεων των

πολιτών με βάση τα εικαζόμενα φρονήματά τους από την Ασφάλεια και τους άλλους

διαβρωμένους μηχανισμούς. H πάλη του λαού για την ανατροπή τους

αντιμετωπίστηκε με βία και νοθεία, εξορίες και φυλακίσεις, με Σχέδια Περικλής

και το παρακράτος της καρφίτσας, με συνταγματικά πραξικοπήματα εις βάρος

ελεύθερα εκλεγμένης κυβέρνησης, αυλικές συνωμοσίες και αποστασίες.

Οι δικτάτορες εγκατέλειψαν την εξουσία έντρομοι και περιδεείς μπροστά στο

μέγεθος του εγκλήματός τους, αφού έσυραν τη χώρα στα πρόθυρα πολεμικής

σύρραξης με την Τουρκία, μετά την απόπειρα δολοφονίας του Προέδρου της

Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, δίνοντας την ευκαιρία στον

Αττίλα να εισβάλει στη Μεγαλόνησο.

Το Κυπριακό είναι συνυφασμένο με τη μεταπολεμική Ιστορία της χώρας και πολλές

φορές οι εξελίξεις στη Λευκωσία βάρυναν στις κινήσεις και την πολιτική των

κυβερνήσεων της Αθήνας. Για τη χούντα το Κυπριακό έπρεπε να κλείσει και ο

μόνος τρόπος να γίνει αυτό ήταν η εξάλειψη του Μακαρίου, που οι ΗΠΑ τον

θεωρούσαν «Κάστρο της Μεσογείου». Οι σχέσεις της δικτατορίας με την Κύπρο ήταν

πάντα τεταμένες εξαιτίας των συνωμοσιών που έπλεκε η δικτατορία εις βάρος της

Λευκωσίας.

Το πρωί τις 15ης Ιουλίου 1974 τεθωρακισμένα οχήματα και μοίρα καταδρομών

βομβάρδισε το Προεδρικό Μέγαρο της Κύπρου και κατέλαβαν τη Λευκωσία. H

προσπάθειά τους, όμως, να δολοφονήσουν τον Μακάριο και να επιβάλουν δικτατορία

στο νησί, απέτυχε. Αλλά στις μάχες που προηγήθηκαν και ακολούθησαν, σκοτώθηκαν

περισσότεροι από 400 άνθρωποι.

Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου οργανώθηκε και εκτελέστηκε από τη χούντα της

Αθήνας, με επικεφαλής τον βασανιστή διοικητή της ΕΣΑ Δ. Ιωαννίδη, που είχε

διαδεχθεί τον Γ. Παπαδόπουλο, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο

του 1973.

Στις 3 Ιουλίου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος σε επιστολή του προς τον «πρόεδρο» Φ.

Γκιζίκη, έγραφε στις 2 Ιουλίου 1974 για τις εναντίον του συνωμοσίες και αξίωνε

την άμεση ανάκληση από τη Λευκωσία των αξιωματικών της Εθνικής Φρουράς, που

διχάζουν τον κυπριακό Ελληνισμό και τον ωθούν στον αλληλοσπαραγμό και την

καταστροφή. Ήδη στις αρχές Ιουλίου ο Δ. Ιωαννίδης και ο στρατηγός Γρ. Μπονάνος

είχαν δώσει στον υποστράτηγο Παπαδάκη και στον ταξίαρχο M. Γεωργίτση σαφείς

εντολές για το πραξικόπημα των ελληνικών δυνάμεων στην Κύπρο.

Αμέσως μετά το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο, η Τουρκία έθεσε τις

στρατιωτικές δυνάμεις της σ’ επιφυλακή. Ο Μακάριος διαφεύγοντας τη σύλληψη και

τον θάνατο, απηύθυνε μήνυμα ελπίδας στον κυπριακό λαό από τον ραδιοσταθμό της

Πάφου: «Είμαι ζωντανός, έλεγε, και είμαι μαζί σου συναγωνιστής και σημαιοφόρος

εις τον κοινόν αγώνα».

Στις 19 Ιουλίου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του

ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη, και ζήτησε την επαναφορά της νομιμότητας στην Κύπρο. Την

ίδια ημέρα ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Σίσκο, ταξίδευε για Λονδίνο,

Άγκυρα και Αθήνα, για «διαβουλεύσεις».

Την επομένη, 20 Ιουλίου 1974, ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Μπουλέντ Ετσεβίτ

διατάζει τις τουρκικές δυνάμεις να εισβάλουν στην Κύπρο. Οι τουρκικές δυνάμεις

αποβιβάζονται στην Κερύνεια, ενώ τα τουρκικά πλοία βομβαρδίζουν τις βόρειες

ακτές του νησιού και τουρκικά σμήνη βομβαρδίζουν τη Λευκωσία, χωρίς να

συναντήσουν ουσιαστική αντίσταση από τους πραξικοπηματίες.

Μέχρι να κινητοποιηθεί η Εθνική Φρουρά, δολοφονήθηκαν απλοί πολίτες, έγιναν

βιασμοί γυναικών και εκτελέστηκαν αιχμάλωτοι στρατιώτες. H ΕΛΔΥΚ σε μια

απεγνωσμένη εξόρμηση κατάφερε να απωθήσει προσωρινά τις τουρκικές δυνάμεις

κατά τόπους.

Το βράδυ της 20ής Ιουλίου το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ζήτησε την κατάπαυση

του πυρός και αποχώρηση του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Φυσικά η Άγκυρα

αγνόησε το ψήφισμα του ΟΗΕ.

Πανικόβλητη η χούντα της Αθήνας αντέδρασε με στρατιωτική επιστράτευση. Αλλά

αυτή ήταν και η τελευταία της επίσημη πράξη. H επιστράτευση αποκάλυψε την

ανοργανωσιά του κράτους και του στρατού, την ανύπαρκτη πειθαρχία και ιεραρχία.

Οι πολίτες που ντύθηκαν στο χακί εκτός από το πατριωτικό αίσθημα κουβάλησαν

στους στρατώνες μια κρυφή οργή και αηδία. Την πρώτη ύλη για μια πιθανή

εξέγερση. Και ανατροπή ή για ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση και χάος.

Από τη στιγμή αυτή και μετά η χούντα του Ιωαννίδη αποσύρεται από το προσκήνιο.

Ο Αμερικανός υφυπουργός Σίσκο που φθάνει στην Αθήνα δεν βρίσκει κυβέρνηση ή

«ισχυρό άνδρα» να συνομιλήσει. Τελικά συναντάται με τον αντιναύαρχο Π. Αραπάκη

τις 22 Ιουλίου και συμφωνούν να γίνει ανακωχή στην Κύπρο. Τη συμφωνία για την

ανακωχή αγνοεί ακόμη μια φορά η Άγκυρα. Τα τουρκικά στρατεύματα συνεχίζουν τις

επιθέσεις και τις λεηλασίες στην Κερύνεια.

Στος 21 Ιουλίου 1974 οι επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων στρατηγός Γρ. Μπονάνος

(A’ ΓΕΕΘΑ), στρατηγός Ανδ. Γαλατσάνος (A’ ΓΕΣ), ο ναύαρχος Π. Αραπάκης (A’

ΓΕΝ) και ο πτέραρχος Αλ. Παπανικολάου (A’ ΓΕΑ) διαπιστώνοντας το στρατιωτικό

και διπλωματικό αδιέξοδο στο οποίο είχε φθάσει η χώρα, παραμερίζουν τον

«αόρατο δικτάτορα» Δ. Ιωαννίδη και την ανυπόληπτη και ανύπαρκτη κυβέρνηση Αδ.

Ανδρουτσόπουλου και υποβάλλουν εισήγηση στον «πρόεδρο» στρατηγό Φ. Γκιζίκη.

Στη συνέχεια όλοι τους από κοινού απέσπασαν και τη συγκατάθεση του Δ. Ιωαννίδη

ύστερα από δραματική συζήτηση.

Την ίδια ώρα το ραδιόφωνο της Deutesche Welle μεταδίδει κείμενο-τελεσίγραφο

250 αξιωματικών του Γ’ Σώματος Στρατού με επικεφαλής τον στρατηγό Ιω. Ντάβο

προς την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και τον στρατηγό Φ. Γκιζίκη, όπου

προτείνουν: Να οριστεί πρόεδρος του «Συμβουλίου Εθνικής Σωτηρίας» ο K.

Καραμανλής έχοντας τις αρμοδιότητες του αρχηγού του κράτους και του

πρωθυπουργού ταυτόχρονα και προειδοποιούσαν τους κυβερνώντες ότι αν δεν

προχωρήσουν γρήγορα στη συσπείρωση των «εθνικών δυνάμεων», θα ήταν ένοχοι

εσχάτης προδοσίας.