I. ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ καταγγέλλεται και αποκηρύσσεται. To καταγγέλλουν

διανοούμενοι των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών και σχολιαστές των

πολιτικών μας πραγμάτων. Το απαρνούνται με δημόσιες δηλώσεις και το

αποκηρύσσουν οι πολιτικοί, ακόμα και αυτοί των μεγάλων κομμάτων από τους

οποίους κυρίως εξαρτάται η κατάλυσή του.

Το κρίσιμο ερώτημα σήμερα είναι εάν αυτό το κομματικό κράτος εξακολουθεί να

επιβιώνει, παρά τις αποδοκιμασίες, αλλά και παρά τις προσπάθειες που έχουν

γίνει για την κατάργηση των πρακτικών και την αλλαγή της νοοτροπίας που το

συντηρούν επί γενεές.

Το κομματικό κράτος εκδηλώνεται και δρα κυρίως με διορισμούς και προσλήψεις

στη Δημόσια Διοίκηση, στις υπό κρατικό έλεγχο επιχειρήσεις και οργανισμούς,

αλλά και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Αυτή η μακροχρόνια πρακτική, και η

νοοτροπία που διαμόρφωσε, αλλοίωσαν τον χαρακτήρα και τη λειτουργία του

κράτους ως «κράτους δικαίου». H μέριμνα για την εξασφάλιση εργασιακής

απασχόλησης εκχωρήθηκε στους παράγοντες του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος, ως

ανέλεγκτη εξουσιαστική τους ευχέρεια. H ίδια μέριμνα, από υποχρέωση του

κράτους, καθιερώθηκε ως υποχρέωση των βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος να

διορίζουν τους υποστηρικτές τους και ψηφοφόρους τους.

Τα χαρακτηριζόμενα ως «ιερά» δικαιώματα, της ψήφου και της εργασίας,

λειτουργούν έτσι ως αντικείμενο συναλλαγής. Ο πολίτης δίνει την ψήφο του, το

κόμμα διαμέσου του βουλευτή, ή ο δήμαρχος, προσφέρουν διορισμούς και

προσλήψεις.

Το πιο νοσηρό σύμπτωμα αυτής της μακροχρόνιας κατάστασης είναι ο εθισμός της

κοινωνίας. Είχε γίνει αποδεκτό, από πολιτικούς και πολίτες, ότι Σύνταγμα,

νόμοι και κανόνες που ερρύθμιζαν, όπως και όσο ερρύθμιζαν, προσλήψεις και

διορισμούς, ήταν τύπος άδειος και ανίσχυρος μπροστά στην παρεμβατική εξουσία

των παραγόντων του εκάστοτε κυβερνητικού κόμματος.

H κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ του 1993 αποφάσισε τη ριζική αντιμετώπιση αυτής της

κοινωνικής και πολιτικής νοσηρότητας, με την καθιέρωση ενός σύγχρονου και

αδιάβλητου συστήματος προσλήψεων και διορισμών. Έμπειροι υπηρεσιακοί

παράγοντες εισηγήθηκαν τότε την ανάθεση της διαχείρισης του νέου συστήματος σε

μια ανεξάρτητη δημόσια αρχή, ώστε να αποκλεισθούν πλήρως κομματικές ή άλλες

παρεμβάσεις. Ο νόμος 2190/94 έβαλε τα θεμέλια του νέου συστήματος και, το

κυριότερο, ανέθεσε τη διαχείρισή του σε μια γνησίως ανεξάρτητη Αρχή, στο

Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, το ΑΣΕΠ. Μέλη του Συμβουλίου της

Επικρατείας, καθηγητές Πανεπιστημίου, δικηγόροι, προσέφεραν στον τότε αρμόδιο

υπουργό την πολύτιμη συνεργασία τους για την εκπόνηση του νομοθετήματος.

II. ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ που πέρασαν, αυτό το νομοθέτημα δέχτηκε πολλούς

επαίνους από πολιτικούς και δημοσιογράφους, αλλά έγινε και αντικείμενο

πολεμικής, υπονόμευσης και σχεδιασμένων καταστρατηγήσεων. H καθιέρωση και

παγίωση του νέου συστήματος προσλήψεων και του αποκλεισμού των κομματικών

παρεμβάσεων, είχε ανάγκη από την αποδοχή και στήριξη της κοινής γνώμης. Ένα

μέρος της κοινής γνώμης όμως αντέδρασε αρνητικά. Ένα άλλο υποδέχτηκε το νόμο

με εύλογη δυσπιστία.

Αρνητικά αντέδρασε σημαντικό τμήμα της λαϊκής βάσης του ΠΑΣΟΚ, αλλά και ένα

μέρος του στελεχικού δυναμικού του. Πίστευαν, ίσως εύλογα, ότι η κυβέρνηση του

ΠΑΣΟΚ του 1993 θα συνέχιζε τις πρακτικές που επί δεκαετίες ακολουθούσαν τα δύο

μεγάλα κόμματα.

H αποδοχή λοιπόν του νέου συστήματος είχε ανάγκη από συστηματική προσπάθεια

αποδοχής του, κυρίως στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ. Ορισμένοι μόνο υπουργοί και

βουλευτές στήριζαν το νόμο 2190/94 ειλικρινά και με θάρρος. Άλλοι όμως

προτίμησαν να εκφράζουν τη λύπη τους, που αυτός ο νόμος τους εμπόδιζε να

εξυπηρετήσουν φίλους και υποστηρικτές. Ο κομματικός μηχανισμός, τα κεντρικά

όργανα του κόμματος, δεν πήραν καμιά πρωτοβουλία στήριξης. Αλλά και

διανοούμενοι που καταγγέλλουν γενικόλογα το κομματικό κράτος, δεν έκριναν

εκείνη την προσπάθεια άξια σχολιασμού και στήριξης.

Ένα άλλο τμήμα της κοινής γνώμης, ανεξάρτητα αυτό από κομματικές τοποθετήσεις,

αντιμετώπισε το νέο νόμο με εύλογη δυσπιστία, έχοντας υπόψη διακηρύξεις των

πολιτικών για ακομμάτιστο κράτος δικαίου και αξιοκρατία, που έμεναν χωρίς

συνέχεια. Κάποια δημοσιεύματα ενίσχυσαν στο πρώτο στάδιο εφαρμογής αυτή τη

δυσπιστία καταγγέλλοντας, όχι κακόπιστα αλλά ανεξέταστα, παραβιάσεις που τότε

δεν είχαν συμβεί.

III. H ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ για το εάν ο νόμος ψηφίστηκε για να εφαρμοστεί, με την

πάροδο του χρόνου άρχισε να δικαιώνεται. Ορισμένες διοικήσεις κρατικών

οργανισμών και ορισμένοι δήμαρχοι, ή αρνήθηκαν απερίφραστα να συμμορφωθούν ή

άρχισαν να μεθοδεύουν καταστρατηγήσεις. Τους ήτανε δύσκολο να αποδεχθούν την

αφαίρεση μιας εκτός νόμου εξουσίας, που κράτος και κοινωνία τούς την

αναγνώριζαν επί δεκαετίες.

Ο ένας συνήθης τρόπος καταστρατήγησης είναι οι ψευδώνυμες συμβάσεις ορισμένου

χρόνου, ή δήθεν «έργου», για πλήρωση θέσεων πάγιων και διαρκών αναγκών. Ο ν.

2190/94 περιλάμβανε ρυθμίσεις οι οποίες αποκλείανε συμβάσεις «ορισμένου

χρόνου» για ανάγκες που δεν ήταν πρόσκαιρες καθώς και συμβάσεις «έργου» που

υποκρύπτανε σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ο ν. 2190/94 δεν απέκλειε βέβαια την

πρόσληψη τακτικού προσωπικού, ή με σύμβαση αορίστου χρόνου, αλλά καθόριζε τις

προϋποθέσεις και τις διαδικασίες αυτών των προσλήψεων. Εξάλλου, η ίδια

κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με επόμενο νόμο, τον 2266/94, κατέταξε σε οργανικές

θέσεις με σχέση αορίστου χρόνου τις περισσότερες κατηγορίες προσωπικού το

οποίο εκάλυπτε έως τότε πάγιες και διαρκείς ανάγκες με συμβάσεις «ορισμένου

χρόνου» ή «έργου». Με τη συνεπή εφαρμογή των διατάξεων και των δύο αυτών

νόμων, αυτή η κατηγορία εργαζομένων με τους ψευδείς νομικούς χαρακτηρισμούς θα

έπρεπε να έχει περιορισθεί σε ελάχιστες περιπτώσεις και να τείνει προς

εξαφάνιση.

Δυστυχώς όμως συνεχίστηκαν σε ευρεία έκταση οι προσλήψεις με τη μέθοδο αυτών

των ψευδεπίγραφων συμβάσεων, χωρίς να επιβληθούν οι προβλεπόμενες κυρώσεις σε

διοικητές, δημάρχους και προϊσταμένους που με πρόθεση παραβίαζαν το ν.

2190/94.

Ένας άλλος συνήθης τρόπος καταστρατήγησης του ν. 2190/94, είναι οι

προκηρύξεις-φωτογραφίες. Με αυτές, η επιλογή μεταξύ των υποψηφίων είναι

προκαθορισμένη και εξασφαλίζεται η πρόσληψη των ευνοουμένων των δημάρχων,

διοικητών κ.ά. H καταχρηστική επίκληση του προσόντος της «προηγούμενης

εμπειρίας» διευκολύνει αυτή τη μέθοδο καταστρατήγησης.

Να σημειωθεί και η βαθμιαία αφαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του νόμου

μετοχοποιούμενων δημοσίων επιχειρήσεων, ή θυγατρικών, που όμως παραμένουν υπό

τον έλεγχο των κυβερνώντων, με αυτονόητη την ευχέρεια να επεμβαίνουν στις

προσλήψεις προσωπικού.

Τα όσα ενδεικτικά αναφέρονται επιβεβαιώνονται από τις ετήσιες Εκθέσεις τις

οποίες, σύμφωνα με το νόμο, υποβάλλει το ΑΣΕΠ στη Βουλή. Άγνωστο παραμένει εάν

και πόσοι βουλευτές δίνουν την οφειλόμενη σημασία και προσοχή σ’ αυτές τις

Εκθέσεις.

IV. Ο ΝΟΜΟΣ 2190/94, εφαρμόστηκε όμως σε μεγάλη έκταση – παρά τα όσα

παραπάνω περιγράφονται – χάρις στις επίπονες και συστηματικές προσπάθειες του

πρώτου προέδρου του ΑΣΕΠ κ. Μιχάλη Παπαδάκη, επίσης του αντιπροέδρου (ήδη

προέδρου) κ. Γ. Βέη και των μελών του. Χιλιάδες νέοι προσλήφθηκαν χωρίς

πολιτικές μεσολαβήσεις και χωρίς να προηγηθεί η εξευτελιστική επαιτεία

διορισμού από γονείς και φίλους. Αξιοκρατικά. Έτσι, αναβαθμίστηκε και το

ποιοτικό επίπεδο των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα.

Το ζητούμενο τώρα είναι η κ α θ ο λ ι κ ή και σ υ ν ε π ή ς

εφαρμογή αυτού του συστήματος. H επιβολή αυτής της εφαρμογής εξαρτάται από τη

βούληση και την ειλικρινή συνεννόηση και συμφωνία όλων των κομμάτων. Μπορούμε

βάσιμα να υποθέσουμε τη συναίνεση των μικρότερων δεδομένη. H ευθύνη βαρύνει τα

δύο μεγάλα κόμματα. Απ’ αυτά εξαρτάται να καταστεί κοινή συνείδηση το τέλος

του κομματικού κράτους στο πεδίο των προσλήψεων και διορισμών, η οριστική

κατάργηση της ιδιότυπης εμπορίας ψήφων και συνειδήσεων.

Κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο η N.Δ. και το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκαν

υποστηρικτές του αδιάβλητου και αξιοκρατικού συστήματος προσλήψεων. Κυβέρνηση

λοιπόν και αξιωματική αντιπολίτευση οφείλουν να προσέλθουν σε μια ειλικρινή

και ολοκληρωμένη σ υ μ φ ω ν ί α και να στείλουν στο λαό ως εκλογικό

σώμα και στην κοινωνία ένα πειστικό μήνυμα ανυποχώρητης βούλησης για πλήρη

απαλλαγή της χώρας από τη νοσηρότητα που επιχείρησε να εξοβελίσει ο ν.

2190/94.