Λευκωσία, 8 Δεκεμβρίου 1957. Διαδήλωση Κυπρίων εναντίον των Βρετανών, με

επικεφαλής την ελληνική σημαία

Τα δημοψηφίσματα της 24ης Απριλίου 2004 δεν είναι τα πρώτα που γίνονται στην

Κύπρο. Προηγήθηκαν τα δημοψηφίσματα του 1921, του 1930 και του 1950. Ο θεσμός

του δημοψηφίσματος με τον οποίο εκφράζεται η λαϊκή βούληση πάνω σε σημαντικά

εθνικά, πολιτικά ή πολιτειακά θέματα μ’ ένα «ναι» ή ένα «όχι» στηρίζεται στο

σκεπτικό ότι η κυβέρνηση ή οι πολιτικές ηγεσίες δεν μπορούν να αναλάβουν την

ευθύνη για μία ιδιαίτερα σημαντική απόφαση χωρίς την άμεση έγκριση του λαού.

Πρόκειται για μία από τις θεσμικές εκδηλώσεις άμεσης δημοκρατίας που επιβίωσε

από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Αθήνα τα δημοψηφίσματα εφαρμοζόνταν στον

οστρακισμό και άλλες εκδηλώσεις του δημοσίου βίου. Το δημοψήφισμα, το

referendum του διεθνούς δικαίου, στη σύγχρονή του μορφή πρωτοεφαρμόσθηκε στη

Μασαχουσέτη των ΗΠΑ το 1778, όταν ο λαός εκλήθη στις κάλπες για την αποδοχή

του σχεδίου Συντάγματος της Πολιτείας. H πρώτη εφαρμογή του θεσμού απέφερε

αρνητικό αποτέλεσμα. Το σχέδιο του Συντάγματος εγκρίθηκε, ύστερα από

τροποποιήσεις, δύο χρόνια αργότερα με δεύτερο δημοψήφισμα. Στην Ευρώπη

προωτεφαρμόσθηκε στην Ελβετία το 1802 όταν ο λαός εκλήθη να επικυρώσει με

δημοψήφισμα το Σύνταγμα της νεοσύστατης Ελβετικής Δημοκρατίας. Στην ίδια χώρα,

εκλήθη ο λαός σε δημοψήφισμα το 1831 και στη χώρα αυτή θεωρείται γενικά ότι

διαμορφώθηκε και ολοκληρώθηκε ο θεσμός της άμεσης προσφυγής στη λαϊκή

ετυμηγορία για σημαντικά πολιτικά θέματα. Το ελβετικό πρότυπο θεωρήθηκε ως μία

από τις δημοκρατικότερες εκφράσεις της λαϊκής θέλησης και αποτέλεσε θεσμικό

προηγούμενο για πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Στην Ελλάδα, ο θεσμός πρωτοεφαρμόσθηκε

στις 3 Νοεμβρίου 1935, όταν ο λαός εκλήθη σε δημοψήφισμα για να εγκρίνει τη

μεταβολή του πολιτεύματος από αβασίλευτη σε βασιλευομένη δημοκρατία, και την

1η Σεπτεμβρίου 1946 όταν διενεργήθη δημοψήφισμα για την επιστροφή του Γεωργίου

B’.

Αυταρχική διοίκηση

Δεν υπήρχε ελληνικό προηγούμενο στην απόφαση των Ελλήνων της Κύπρου να

οργανώσουν δημοψήφισμα, διεκδικώντας την ένωση με την Ελλάδα. Οι Βρετανοί

είχαν από το 1878 φέρει στο νησί τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τα

αγαθά τού πολιτισμού, εκτός από τα αγαθά της δημοκρατίας. H αγγλική κυριαρχία

ήταν μία συνεκφορά βιοτικής βελτίωσης και αυταρχικής διοίκησης. Κατασκεύασαν

δρόμους και έργα κοινής ωφελείας, καταπολέμησαν την ελονοσία, αποξήραναν έλη,

βελτίωσαν τη θέση των γεωργών, φρόντισαν τη δημόσια υγεία, οργάνωσαν την

ασφάλεια και τη δικαιοσύνη, έφεραν νέες καλλιέργειες, εισήγαγαν στην Κύπρο τα

τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής και γενικά έβγαλαν τους κατοίκους από έναν

βαθύ μεσαίωνα. H εθνικιστική αντίληψη που επικράτησε κατά τη διάρκεια του

εικοστού αιώνα παρεμπόδισε την αναγνώριση της αγγλικής συνεισφοράς στην

ανάπτυξη της Κύπρου, που ενωρίς εξελίχθηκε σε μία από τις πιο προοδευμένες και

ανεπτυγμένες χώρες της Μέσης Ανατολής. Παράλληλα, όμως, αρνήθηκαν στους

Κυπρίους τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση του τόπου τους και πολύ ενωρίς

καλλιέργησαν τη διαίρεση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Τούρκους κατοίκους,

για εξυπηρέτηση των πολιτικών τους συμφερόντων. Εκμεταλλεύθηκαν την ανασφάλεια

της μειοψηφικής μουσουλμανικής κοινότητας, η οποία από τμήμα της πλειοψηφίας

στην οθωμανική αυτοκρατορία βρέθηκε το 1878 με την παραχώρηση της Κύπρου να

είναι μειοψηφία ανάμεσα στους χριστιανούς κατοίκους, που ενωρίς εκδήλωσαν τις

προθέσεις τους για ενσωμάτωση στην Ελλάδα. Οι νέοι κυρίαρχοι, ακόμη και στο

συμβουλευτικό Νομοθετικό Συμβούλιο το οποίο λειτούργησε από το 1881 μέχρι το

193,1 φρόντισαν να κατέχουν τις βουλευτικές θέσεις οι Έλληνες κατά 50%, οι

Τούρκοι κατά 25%, ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο των θέσεων κατείχετο από Άγγλους

διορισμένους δημοσίους υπαλλήλους που θεωρούνταν επίσημα μέλη, ενώ τα αιρετά

μέλη, Έλληνες και Τούρκοι, χαρακτηρίζονταν ως ανεπίσημα μέλη. Στα πενήντα

χρόνια της λειτουργίας της Κυπριακής Βουλής δεν εγκρίθηκε οποιαδήποτε πολιτική

πρόταση των ελληνικών μελών λόγω της συμμαχίας των Τούρκων και των Άγγλων

βουλευτών και της συνδρομής της νικώσας ψήφου του κυβερνήτη, ο οποίος

προήδρευε του Νομοθετικού Συμβουλίου. H διχαστική πολιτική των Άγγλων

επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής και της διοίκησης και

ενισχυόταν από τη συνεχή διεύρυνση του εθνικιστικού κινήματος, που απαιτούσε

την ένωση με την Ελλάδα και μεγάλωνε τα αισθήματα ανασφάλειας του μουσουλμάνων

κατοίκων. Γρήγορα στο ελληνικό αίτημα για ένωση αντέταξαν ως αντιαίτημα την

επιστροφή της Κύπρου στην Τουρκία.

Εθνικό κίνημα

H μεταβολή του 1878, η στοιχειώδης πολιτική ζωή που διαμορφώθηκε με τη

λειτουργία της κυπριακής Βουλής και η ανοχή των Άγγλων, εξαιτίας της συνεχούς

στροφής της Τουρκίας προς τη Γερμανία, επέτρεψαν την εκδήλωση ενός ισχυρού

εθνικού κινήματος, το οποίο διεκδικούσε την ένωση με την Ελλάδα. Το 1921 με

αφορμή τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της Ελληνικής Επανάστασης και μέσα

στα πλαίσια της ευφορίας που είχε δημιουργήσει η ελληνική κατοχή της Σμύρνης,

οργανώθηκε με πρωτοβουλία της Εθνάρχουσας Εκκλησίας και της «Πολιτικής

Οργανώσεως Κύπρου», της πρώτης οργανωμένης πολιτικής κίνησης που λειτούργησε

στην Κύπρο, δημοψήφισμα υπέρ της ενώσεως.

Στις 25 Μαρτίου 1921, οι ιερείς, οι δάσκαλοι, τα μέλη των χωρικών και των

σχολικών επιτροπών υπέγραψαν μέσα στις εκκλησίες, αμέσως μετά την πανηγυρική

δοξολογία, μονόφυλλα ψηφίσματα με τέσσερα άρθρα, με τα οποία οι κάτοικοι της

Κύπρου διεκδικούσαν την ένωση με την Ελλάδα.

Υπεγράφησαν τελικά 500 ψηφίσματα εις τριπλούν, τα οποία δέθηκαν σε τρεις

όμοιους τόμους. Ο πρώτος τόμος εστάλη στον Έλληνα πρωθυπουργό και ο δεύτερος

στη βρετανική κυβέρνηση. Ο τρίτος παρέμεινε στην Αρχιεπισκοπή. Το δημοψήφισμα

δεν είχε από πουθενά ανταπόκριση. Μοναδικό αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη και

απέλαση δύο διαπρεπών Ελλήνων υπηκόων που ζούσαν και πολιτεύονταν για τριάντα

ολόκληρα χρόνια στο νησί, του Νικόλαου Καταλάνου και του Φίλιου Ζαννέτου.

Κατάγονταν και οι δύο από τη Λακωνία. Καθηγητής και δημοσιογράφος ο πρώτος,

γιατρός ο δεύτερος, ο οποίος είχε διατελέσει για πολλά χρόνια δήμαρχος και

βουλευτής της Λάρνακας. Στον τάφο του, στο A’ Νεκροταφείο, απέναντι από την

Κοιμωμένη του Χαλεπά, πάνω στην προτομή του αναγράφεται: «Φίλιος Ζαννέτος 1863

– 1933, εκ Λακεδαίμονος. Πολιτευτής Κύπρου. Έθανεν εν τη εξορία». Εξορία

θεωρούσε την παραμονή στην Αθήνα, όπου πέθανε.

Με παρόμοιο τρόπο και με αφορμή αυτήν τη φορά τον εορτασμό των εκατό χρόνων

από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, οργανώθηκε το δεύτερο δημοψήφισμα της

25ης Μαρτίου 1930. Τα ψηφίσματα υπέγραψαν ο αρχιεπίσκοπος, οι μητροπολίτες, οι

βουλευτές, οι δήμαρχοι, τα δημοτικά συμβούλια, οι πρόεδροι των κοινοτήτων, οι

χωριτικές επιτροπές και τα μέλη των εκκλησιαστικών επιτροπών, όλοι δηλαδή όσοι

με οποιομδήποτε τρόπο εθεωρούντο από τις αγγλικές αρχές ότι αντιπροσώπευαν

τους Έλληνες της Κύπρου. H αδιαφορία των αγγλικών αρχών και γι’ αυτό το

δημοψήφισμα, η έπαρση και ο αυταρχισμός του κυβερνήτη Ρόναλντ Στορς και η

μαχητική παρουσία του βουλευτή Μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά οδήγησαν

τον επόμενο χρόνο στην πρώτη αιματηρή εξέγερση των Ελλήνων Κυπρίων, την οποία

είδαν με συμπάθεια και οι Τούρκοι της Κύπρου, ιδιαίτερα όσοι προσανατολίζονταν

προς τον Κεμάλ Ατατούρκ.

O Μακάριος

Το τρίτο, πιο αντιπροσωπευτικό και μαχητικό δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε στις

15 Ιανουαρίου 1950. Πρωτοστατούσε ο νεαρός και φιλόδοξος Μητροπολίτης Κιτίου

Μακάριος, ο οποίος τον επόμενο χρόνο εξελέγη Αρχιεπίσκοπος και εθνάρχης.

Πολλοί θεωρούν αυτό το δημοψήφισμα ως απαρχή πολλών δεινών και άλλοι ως

κορυφαία εκδήλωση του ενωτικού κινήματος. H Ελλάδα έβγαινε τραυματισμένη από

τον Εμφύλιο που είχε λήξει μόλις τον προηγούμενο χρόνο. Το αντιαποικιακό

κίνημα βρισκόταν σε έξαρση και διεθνώς κυριαρχούσε το αίτημα της αυτοδιάθεσης

των λαών. Στην Τουρκία εμφανιζόταν κάποιο πρώιμο ενδιαφέρον για την Κύπρο, ενώ

η αγγλική κυβέρνηση εμφανιζόταν ανένδοτη στην ικανοποίηση του ενωτικού

αιτήματος. Την πρωτοβουλία του ενωτικού αγώνα είχε από το 1948 η Αριστερά. Το

ΑΚΕΛ εξήγγειλε πρώτο τη διεξαγωγή ενωτικού δημοψηφίσματος, με πρόθεση μαζικής

υπογραφής ψηφισμάτων. H Εθναρχία έσπευσε να προλάβει το ΑΚΕΛ, προκηρύσσοντας

αυτή το τρίτο ενωτικό δημοψήφισμα για να πάρει την πρωτοπορία του ενωτικού

αγώνα. Αυτήν τη φορά δεν υπέγραψαν αντιπρόσωποι του λαού. H αποικιακή

κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα να διεξάγει η ίδια το δημοψήφισμα. Στις 15

Ιανουαρίου 1950 προσήλθαν και ψήφισαν 224.747 άτομα, το 96% των Ελλήνων

ψηφοφόρων. Ψήφισαν ακόμη οι Αρμένιοι, οι Μαρωνίτες και μερικοί Τούρκοι.

Κυπριακή αντιπροσωπεία μετέφερε στη συνέχεια τους τόμους του δημοψηφίσματος

στην Αθήνα, στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Στην Αθήνα παρελήφθησαν ανεπίσημα

και κατετέθησαν… στη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Στο Λονδίνο δεν τους παραλάμβανε

κανένας. Έμειναν στο υπόγειο της Αγίας Σοφίας. Στη Νέα Υόρκη τούς παρέλαβε

χαμηλόβαθμος υπάλληλος του ΟΗΕ.

Ο Γιώργος Γεωργής είναι επίκουρος καθηγητής της Νεώτερης Ιστορίας στο

Πανεπιστήμιο Κύπρου.