Με αφορμή την έκδοση από «TA NEA» της «Ιστορίας του νέου ελληνισμού», στο

προηγούμενο σημείωμά μου (21 Οκτωβρίου 2003) είχα προσπαθήσει να σκιαγραφήσω

την πορεία της τριαντάχρονης πια νέας Ιστοριογραφίας μας, που, σαν σε

απολογισμό, καταλήγει τώρα σ’ αυτήν την έκδοση· και είχα σημειώσει ότι αυτή η

πορεία δεν ήταν ευθύγραμμη – πιο σημαντική καμπή είναι, χωρίς αμφιβολία, η

επίδραση της πτώσης των ανατολικοευρωπαϊκών σοσιαλιστικών συστημάτων πάνω

στους ιδεολογικούς συσχετισμούς, κυρίως στο επίπεδο της παραγωγής νέων

ιδεολογιών – και ιδεολογημάτων. Να, έλεγα, για παράδειγμα, ότι οι νέες

παγκοσμιοποιημένες κοινωνικο-οικονομικές δυνάμεις μπόρεσαν, μέσα στην αντάρα

από την πτώση του Τείχους, να εξομοιώσουν τα εν λόγω συστήματα με τον μαρξισμό

και να μιλήσουν για κατάρρευση του μαρξισμού και για το τέλος του Διαφωτισμού.

Απέναντι σε έναν κόσμο αναστατωμένο και πτοημένο κατάφεραν να συγκροτήσουν

έναν λόγο αντιμαρξιστικό και αντιδιαφωτιστικό – αντιορθολογικό και

ανορθολογικό – και να τον εμφανίσουν ως εκκινούντα από μαρξιστικές βάσεις:

Ιδού, ο μαρξισμός απέθανε, μας είπαν, και πρέπει να τον αναστήσουμε αλλιώτικο·

ήταν η αρχή μιας μεγάλης απάτης.

Και τελείωνε εκείνο το σημείωμα με την παρατήρηση ότι έπρεπε να επανέλθω για

να ικανοποιήσω τον υπότιτλό του: «Ο ιστορικός απέναντι στην κοινωνία» – αυτό

πρέπει να κάνω σήμερα. Πρέπει να δούμε αυτή την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στον

ιστορικό και στην κοινωνία εν όψει της παραγωγής ιστοριογραφικού έργου, δηλαδή

ιστορικής γνώσης. Πρόκειται για σχέση που αναγνωρίζεται, ως αμφίδρομη, σε δύο

επίπεδα: ο ιστορικός λαμβάνει τα μηνύματα από την κοινωνία – τις εκπομπές της

κοινωνίας· η κοινωνία δεξιώνεται τη νέα ιστορική γνώση – προσλαμβάνει τη νέα

ιστορική γνώση. Κανενός σκέλους της σχέσης η λειτουργία δεν είναι αυτονόητη·

πολύ λιγότερο είναι, επομένως, αυτονόητη η «εύρυθμη» λειτουργία: ούτε αν, ποια

μηνύματα και με ποιον τρόπο τα επεξεργάζεται ο ιστορικός· ούτε αν, τι απ’

αυτήν και πώς προσλαμβάνει τη νέα ιστορική γνώση η κοινωνία.

Από τα δύο σκέλη της σχέσης προτίθεμαι σήμερα να εξετάσω το δεύτερο· όχι μόνο

γιατί το πρώτο έχει συζητηθεί, αλλά και, κυρίως, γιατί ενδιαφέρει περισσότερο

τους ευρύτατα ειδικούς. Πρωτίστως όμως, θέλω να πω δυο λόγια για το δεύτερο

σκέλος της σχέσης, επειδή θέλω να το συνδέσω με την έκδοση της «Ιστορίας του

νέου ελληνισμού»: αν θεωρήσουμε ότι αυτό το έργο θα επιβεβαιώσει τις προθέσεις

να προσφέρει σε ευρύ αναγνωστικό κοινό τη νέα ιστορική γνώση των τελευταίων

τριάντα ετών, πώς αναδεικνύεται η σχέση της – της γνώσης – με τις

διαθεσιμότητες της κοινωνίας να την αποδεχτεί; Ή τι απ’ αυτήν μπορεί να

ενσωματώσει; Το ερώτημα είναι εξαιρετικά κρίσιμο και παραπέμπει σε πολύ

σημαντικές όψεις της ανάπτυξης της κοινωνίας· και, πάντως, την απάντηση θα

ήταν κίνηση λανθασμένη να την αναζητήσουμε στην αύξηση της κυκλοφορίας των

«ΝΕΩΝ» και στο ποσοστό της. H αύξηση αυτή μαρτυρεί την επιθυμία, ακόμη και τη

δίψα για νέα γνώση· καθόλου δεν προδικάζει την αποδοχή της προσφερόμενης νέας

γνώσης – και εδώ βρίσκεται η κρισιμότητα του ζητήματος.

Πρέπει να μιλήσω με παραδείγματα, αφού σημειώσω ότι επί έναν αιώνα σχεδόν έχει

διαμορφωθεί στη νεοελληνική κοινωνία μια κατεστημένη ιστορική γνώση, μια ιδέα

για το παρελθόν της, η οποία βασίζεται σε μύθους και στερεότυπα και έχει την

εγκυρότητα της εκπαίδευσης – εννοώ και της Ανώτατης, δυστυχώς έως και σήμερα.

Αυτή η κατεστημένη γνώση έχει συμβάλει σε βολικές αδράνειες που δύσκολα

ανατρέπονται: ο εν λόγω «συντηρητισμός» δεν περιορίζεται από κομματικούς και

ιδεολογικούς σχηματισμούς, παρά διατρέχει όλα τα απ’ αυτή την άποψη κοινωνικά

στρώματα. H ιστοριογραφία γνωρίζει, βέβαια, καλά ότι οι νοοτροπίες είναι το

τελευταίο που αλλάζει σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, όπως γνωρίζει και ότι

ο χρόνος της αδράνειας είναι συναρτημένος με το επίπεδο ανάπτυξης της παιδείας

(όχι απλώς της εκπαίδευσης), δηλαδή της ίδιας της κοινωνίας.

Και για να φτάσω, επιτέλους, στα παραδείγματα και για να αιτιολογήσω τον

ισχυρισμό μου, του προηγούμενου σημειώματος, ότι όσα ιστοριογραφικά έγιναν

κατά την τελευταία τριακονταετία είναι ανατρεπτικά, ας σημειώσω δύο-τρία

κραυγαλέα: ότι ουδέποτε υπήρξε κρυφό σχολειό, ότι πρόκειται για έναν μύθο που

κατασκεύασε η κοινωνία (ανεξάρτητα από τον άμεσο παραγωγό του) σε μια στιγμή

που τον χρειαζόταν και ότι ουδέποτε ο Οθωμανός κατακτητής απαγόρευσε τη

λειτουργία σχολείων για να είναι αναγκαία η «κρυφή» εκμάθηση των γραμμάτων, η

σημερινή κοινωνία μας δεν είναι ακόμη έτοιμη να το δεχτεί πλήρως – ταράσσεται

η γνωστική της τάξη.

Ακόμη πιο δύσκολο, γιατί αυτό δεν έχει συζητηθεί ευρύτερα, είναι να δεχτεί η

κοινωνία ότι στην Επανάσταση του 1821 δεν φτάσαμε, δεν έφτασε ο νέος

ελληνισμός βαδίζοντας σε μια ευθεία και συνεχή αναπτυξιακή πορεία, στην

οικονομία, στην παιδεία, στα γράμματα κ.λπ., παρά φτάσαμε μέσα από μια κρίση

που έθιξε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου, σε όλο το εύρος και πλάτος του

ελληνισμού – όχι μόνον τον υπό οθωμανική κατάκτηση – που δημιούργησε σοβαρά

αδιέξοδα και αναστάτωσε τις συνειδήσεις· πώς να δεχτεί ότι στο Εικοσιένα

βρέθηκε η έξοδος απ’ αυτά τα αδιέξοδα;

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.