Βουλιαγμένο τοπίο ο σκηνικός χώρος όπου θα παιχτεί το έργο της Σάρας Κέιν

«Λαχταρώ». Ο Λευτέρης Βογιατζής σκηνοθετεί και ερμηνεύει τον A, το ένα από τα

τέσσερα πρόσωπα. Τέσσερις απελπισμένες φωνές σε μια αναζήτηση ενός καινούργιου

ήθους μέσα από τη γλώσσα και τον ρυθμό, σε αναζήτηση μιας άλλης σφαίρας, από

την οποία απουσιάζει ο πόνος

Με τους νόμους της αγοράς, το ανέβασμα του έργου της Σάρας Κέιν «Λαχταρώ», που

θα δούμε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων σε λίγες ημέρες, μοιάζει με κίνηση ματ,

από την πλευρά του Λευτέρη Βογιατζή. Γιατί πόσο ελκυστικό, με την έννοια του

εμπορικού, είναι ένα αινιγματικό, αμφίσημο, δύσκολο, πυκνό, αφαιρετικό,

ποιητικό έργο και μάλιστα χωρίς υπόθεση.

«Αλλά και τα έργα που έχουν υπόθεση πάλι σε μια περιοχή μη υπόθεσης τα

καταλαβαίνεις. Ως προς την εμπορικότητα ή μη του έργου, έως τώρα, όλα τα

χρόνια, δεν χρειάστηκε να σκεφθώ με τους νόμους της αγοράς. Δεν περνάει από το

μυαλό μου κάτι τέτοιο. Οι επιλογές μου καθορίζονται από την ανάγκη που έχω να

επικοινωνήσω με αυτά που κάνω. Και νιώθω τιμημένος που ηθοποιοί μεγάλης αξίας

έχουν παίξει σε αυτό το θέατρο με βασικό μισθό και ένα πλατύ κοινό

παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη δουλειά μας».

Επειδή επί 20 χρόνια οι παραστάσεις στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων ξεχώρισαν και

έγιναν περίπου θρύλος, η δουλειά του, το κριτήριο και η πίστη του στην αξία

του έργου είναι μια πρώτη εγγύηση, που βέβαια, μέλλει να επαληθευθεί. «Ένα

αριστούργημα με απίστευτη ομορφιά και με τη σπάνια τόλμη να ανοίγει μια σχισμή

στην ύπαρξη. Γιατί όλος ο κόσμος είναι ο εαυτός μας. Για να μπεις θα πρέπει να

τολμήσεις. Μπορεί και να τυφλωθείς».

Από τις πληροφορίες και το υλικό που μας έδωσε, από τα αποσπάσματα σκηνών που

παρακολουθήσαμε, αυτό που περιμένουμε δεν είναι τόσο μια παράσταση με την

αλήθεια της θεατρικής τέχνης του Λευτέρη Βογιατζή και των συνεργατών του όσο

να δούμε «γυμνό» το ποιητικό μεγαλείο του έργου. Και λέω γυμνό, γιατί εδώ δεν

υπάρχει πλοκή, δεν υπάρχει εξωτερική δράση, περιγραφή βίας, σκανδαλιστική

πρωτοτυπία.

Βουλιαγμένο τοπίο. Τέσσερις φωνές, πάνω σε τέσσερις νησίδες, μέσα σ’

έναν χώρο γεμάτο λιμνάζοντα νερά και φύκια. Οι τοίχοι τεχνητά υγροί,

κατεστραμμένοι, φωτίζονται με νέον.

«Έχουμε την τύχη μιας μετάφρασης, της Τζένης Μαστοράκη, που διατηρεί τη χάρη

και την ελαφράδα του ταλέντου της Σάρας Κέιν. Μια καταβύθιση στον κόσμο της.

Ένας λόγος πυκνός, γεμάτος στίχους, τραγουδάκια, κομμάτια από άλλους ποιητές

και συγγραφείς. Αφηρημένος και ταυτόχρονα συγκεκριμένος, όπως τα τελευταία

έργα του Μπέκετ. Περιέχει πλευρές καθημερινών σχέσεων και ταυτόχρονα είναι

προσγειωμένο και τολμηρό. Ένα ποιητικό, δύσκολο κείμενο, το οποίο το

χαρακτηρίζει τρομερή ειλικρίνεια και αυστηρή ακρίβεια. Μια θεατρική γραφή,

όπου ανατινάσσονται οι τοίχοι της θεατρικής μίμησης».

Το «Λαχταρώ» (1998) είναι το τρίτο, προτελευταίο έργο της Σάρας Κέιν, με το

οποίο καθιερώθηκε ως η πιο ταλαντούχος συγγραφέας της γενιάς της, βασική

πρωταγωνίστρια της λεγόμενης νέας «οργισμένης» γενιάς, ύστερα από τη λυσσαλέα

επίθεση που είχε ξεσηκώσει, ως «το σκάνδαλο του βρετανικού θεάτρου», με τα

έργα της «Blasted» και «Καθαροί πια».

Εδώ υπάρχει η προφητική φράση της «λέω την αλήθεια κι αυτό με σκοτώνει». Έναν

χρόνο μετά, αυτοκτόνησε. Είναι τεράστια η ταχύτητα με την οποία επήλθε η

εξέλιξη από το ’94 έως το ’98, όταν έγραψε το «Crave» – «Λαχταρώ» στη

μετάφραση της Τζένης -, αφήνοντας πίσω της όλα όσα είχε μάθει – και ήξερε πολύ

καλό θέατρο. Είναι μια ριζική στροφή σε σχέση με τα προηγούμενα, η οποία

ολοκληρώνεται με το τελευταίο της «4,48 Psychosis», που ανέβηκε μετά τον

θάνατό της.

Ποιος είναι ποιος, ποιος είναι τι, ποιος ο χρόνος, ποιος ο τόπος;

«Δεν ορίζονται από τη συγγραφέα ο χώρος και ο χρόνος. Δεν υπάρχει ένδειξη αν

τα πρόσωπα μιλούν μεταξύ τους, στον εαυτό τους, στο κοινό. Δεν ξέρουμε τίποτα.

Κάθε σκηνοθέτης πρέπει να δώσει τη λύση. H επαλήθευση θα έλθει από το αν

ρυθμικά επικοινωνήσουν. Ο ρυθμός κυριαρχεί σ’ αυτό το έργο – είναι γεμάτο

μουσικότητα. Δεν περιστρέφεται σε ένα θέμα, αλλά αναδύονται πολλά θέματα. Κάθε

φράση φέρει μέσα της μια καινούργια ιστορία. Θραύσματα, ξεφτίδια ιστοριών

ξεβάφουν αφήνοντας ίχνη. H προέλευση της κάθε ιστορίας χάνεται και γίνεται η

δική μου, η δική σου. Ίσως όλα αυτά τα πρόσωπα μπορεί να είναι οι πολλές

πτυχές ενός.

Όλα συμβαίνουν μέσα από τέσσερις φωνές. Τέσσερα πρόσωπα, χωρίς ονόματα,

μόνο με τα αρχικά τους. Ο A (Λευτέρης Βογιατζής), η C (Αγγελική Παπαθεμελή), η

M (Αγλαΐα Παπά) και ο B (Βασίλης Μπουλουγούρης) θα σχηματίσουν στο τέλος μια

μοναδική φωνή, σαν μια προσευχή, για να βρεθούν σε μια σφαίρα φωτός και ειρήνης.

«Ο λόγος είναι κίνηση και η κίνηση λόγος»

Το «Λαχταρώ» της Σάρας Κέιν σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη, σκηνοθεσία Λευτέρη

Βογιατζή, σκηνικά – κοστούμια Μαγιούς Τρικεριώτη, μουσική Δημήτρη Καμαρωτού,

φωτισμούς Λευτέρη Παυλόπουλου, θα παίζεται έως τις 8 Ιανουαρίου. Αμέσως μετά,

θα ανέβει το έργο του Μολιέρου «Σχολείο Γυναικών» στη μετάφραση της Χρύσας

Προκοπάκη, ενώ ο προγραμματισμός της Νέας Σκηνής περιλαμβάνει και το ανέβασμα

του έργου του Ντοστογέφσκι «H ήμερη». Έργα χωρίς αισθητική συνάφεια μεταξύ

τους, αλλά που, κατά τον Λευτέρη Βογιατζή, το ένα βοηθάει το άλλο: «H Σάρα

Κέιν με βοηθάει στο να σταθώ προς την παρόρμηση μιας πιο σωματικής αίσθησης

της αντίληψης του λόγου, που στο θέατρο είναι άλλο πράγμα. Δεν έχει σχέση με

τη γραπτή σελίδα ή με τη μίμηση. Ο λόγος είναι σωματικός. Ο λόγος είναι κίνηση

και η κίνηση λόγος. H ύπαρξη κινείται μέσα στον λόγο και η σκέψη μπορεί να

φέρει κίνηση».

Βία, σεξ και ντροπή

Παραληρηματικές εξομολογήσεις, βουτήγματα σε τραύματα, απελπισίες,

αμφισημίες, εμμονές στο έργο της Σάρας Κέιν. Βία, σεξ, ντροπή, πόθος, αγάπη,

έρωτας. Λαχτάρα για λύτρωση. Τίποτα πιο αιώνιο. Τίποτα πιο επίκαιρο.

«Στην αρχή οι φωνές είναι παράλληλες», λέει ο Λευτέρης Βογιατζής. «Μετά

διασταυρώνονται. Μετά ακολουθούν το ιδικό τους ιδιαίτερο ταξίδι. Εκφράζουν

φόβους, απελπισίες. Ζητούν τη λήθη. Και λες και ελευθερώνονται από τις

δραματικές συμβάσεις οι οποίες αναπτύσσονται, σε παραλλαγές οικογενειακής

δομής, σε σχέσεις αδιέξοδες, οδυνηρές. Ενώ τα πρόσωπα έχουν παραιτηθεί από

κάθε ελπίδα και εύχονται να μπουν στον χώρο του θανάτου, της λήθης, την ίδια

στιγμή υπάρχει μια τρομακτική ομορφιά και ευαισθησία, ακόμα και στα πιο βίαια

και μηδενιστικά κομμάτια.

Ο χρόνος χρησιμοποιείται σαν μη χρόνος. Δεν έχει μνήμη, παρελθόν, παρόν,

μέλλον. Πηδάει από τη μία διάσταση στην άλλη, ενώ συνειρμικά η κάθε φράση

περιέχει έδαφος για την επομένη. Όλοι θέλουν να γλιτώσουν. Και όσο προχωρούν

προς το τέλος οδηγούνται σ’ έναν δρόμο παρεμβάλλοντας φράσεις της αρχής, με

διαφορετικό τρόπο, με μια ποιητική του πόθου, προς την ελπίδα. Τελειώνει με τα

πρόσωπα να προχωρούν μέσα σ’ ένα φως». Λέγεται πως πριν από την αυγή απλώνεται

το πιο βαθύ σκοτάδι. Μία, όχι απαραίτητα φυσικής αλληλουχίας, αίσθηση

χρόνου…

INFO

Στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων (Κυκλάδων 11, Κυψέλη, τηλ. 210-8217.877). Πρεμιέρα:

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου.