Πριν από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησε η έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας που

κατέτασσε την Ελλάδα πολύ υψηλά στην παγκόσμια κλίμακα διαφθοράς της Δημόσιας

Διοίκησης. H πρόεδρος του Ελληνικού Παραρτήματος της οργάνωσης δέχθηκε τα

ομαδικά πυρά της κυβέρνησης. H κ. Βιργινία Τσουδερού προέρχεται από τη N.Δ.

και συνεπώς στερείται του τεκμηρίου της αμεροληψίας, σε σημείο ώστε να

κρίνεται ότι «δυσφημεί τη χώρα μας στο εξωτερικό».

Πριν από λίγες μέρες ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας καταδίκασε με

αυστηρή γλώσσα τη διαφθορά στη Δημόσια Διοίκηση. Ένας πολιτικός βγήκε και τον

συνεχάρη. Ένας άλλος δήλωσε ότι αυτά είναι πράγματα γνωστά. Ο πρώτος πολιτικός

είναι ο πρόεδρος της Βουλής και μέλος του E.Γ. του κυβερνώντος κόμματος. Ο

δεύτερος είναι ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης.

Το πρόβλημα με τη Δημόσια Διοίκηση της Ελλάδας δεν είναι αν κατατάσσεται στην

κλίμακα διαφθοράς υψηλότερα ή χαμηλότερα από της Ουκρανίας ή της Ουγκάντας. Το

πρόβλημα είναι αν, με δεδομένο το επίπεδο ζωής και την αναπτυξιακή δυναμική

του τόπου, η Δημόσια Διοίκηση εμφανίζει στρεβλώσεις και καθηλώσεις τέτοιες που

να λειτουργούν όλο και περισσότερο ανασχετικά στην πρόοδο της ελληνικής

κοινωνίας.

Ο χρηματισμός δημοσίων υπαλλήλων, που έχει ενταχθεί στα συναλλακτικά μας ήθη,

είναι το επιφαινόμενο μόνο του προβλήματος. Και χειρότερο ακόμα σύμπτωμά του

αποτελεί το ότι και οι ευσυνείδητοι υπάλληλοι δεν μπορούν να αποδώσουν μέσα σ’

ένα περιβάλλον που αποθαρρύνει τη σύννομη εξυπηρέτηση του πολίτη και μέσα στο

οποίο η έννοια της παραγωγικής εργασίας χάνει το νόημά της.

Ασφαλώς δεν αρκεί οι κυβερνώντες να παραδέχονται, επιτέλους, το πρόβλημα. H

κυβέρνηση έχει μια τελευταία ευκαιρία να λάβει τολμηρά και δραστικά μέτρα. Όχι

απλώς ενισχύοντας τις ανεξάρτητες ελεγκτικές αρχές και το παράλληλο σύστημα

των ΚΕΠ που πολύ σωστά δημιούργησε. Αλλά αποκαθιστώντας την έννοια της

ιεραρχίας και της προσωπικής ευθύνης των δημοσίων υπαλλήλων και παρουσιάζοντας

ένα σχέδιο συνολικής αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών.

H επαναχάραξη του περιφερειακού χάρτη της χώρας, με τη μεταφορά του δεύτερου

βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης στη διευρυμένη περιφέρεια, προσφέρει μια καλή

ευκαιρία για τον ορθολογικό ανασχεδιασμό μεγάλου τμήματος της Δημόσιας

Διοίκησης. Είναι γνωστό ότι οι υπηρεσίες που υπάγονται στην τοπική

αυτοδιοίκηση αποτελούν σήμερα προνομιακές εστίες διαφθοράς.

Παρόμοια μέτρα θα αναστατώσουν και θα δυσαρεστήσουν πολλούς. H εφαρμογή τους

όμως θα ευεργετήσει τη χώρα. Και αυτό πιθανώς να αναγνωρισθεί από την

πλειονότητα των πολιτών στις επερχόμενες εκλογές. Ιδιαίτερα όταν το έτερο

κόμμα που διεκδικεί την εξουσία σχεδιάζει την κατάργηση και ανασύνταξη

δημοσίων υπηρεσιών με κριτήριο τα πολιτικά φρονήματα των εργαζομένων σ’ αυτές.

Είναι ωστόσο αλήθεια ότι τα όποια άμεσα μέτρα μόνο μερικώς μπορούν να

αποδώσουν. Εκείνο που δεν προλαβαίνει να κάνει η κυβέρνηση είναι να αλλάξει

στην ουσία της τη σχέση ανάμεσα στον νόμο και σε αυτούς που καλούνται να τον

εφαρμόσουν. Στη χώρα μας οι νόμοι γίνονται αντικείμενο ερμηνείας διαφορετικής

από κάθε υπάλληλο ή υπηρεσία, αξιολογούνται και εφαρμόζονται ή παρακάμπτονται

κατά το δοκούν.

H εξάλειψη του φαινομένου των αλληλοαναιρούμενων ερμηνευτικών εγκυκλίων, της

πολυνομίας και της συναφούς παραλυτικής συναρμοδιότητας των υπηρεσιών θα

συμβάλει στην υποχώρηση της γενικότερης νοοτροπίας, που θέτει σε αδράνεια ή

επιλεκτική εφαρμογή νόμους και διατάξεις και δημιουργεί ένα υπόβαθρο για την

άνθιση της διαφθοράς. Αυτά ας γίνουν στόχος της επόμενης τετραετίας. Όπως

επίσης η απαλλαγή από τη συνδικαλιστική συνδιοίκηση των υπηρεσιών, που ευνοεί

τον κομματισμό, και η αξιοκρατική ανάδειξη μιας γραφειοκρατίας υψηλά ιστάμενων

κρατικών λειτουργών, που δεν θα στραγγαλίζεται από τους πολυπληθείς και

πολυπράγμονες μετακλητούς συμβούλους των εκάστοτε υπουργών.

Οι στόχοι αυτοί ίσως δεν είναι ιδιαίτερα θεαματικοί για την προεκλογική

επικοινωνία της πολιτικής, όμως η μετεκλογική τους επίτευξη θα έχει ουσιαστικό

θετικό αντίκτυπο τόσο στη δημόσια ζωή όσο και στην καθημερινότητα του πολίτη.

Ο Αλέξης Καλοκαιρινός είναι επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής

στο Πανεπιστήμιο Κρήτης