«Χώρισα όταν ήμουν 37 χρόνων. Βρέθηκα ξαφνικά μόνη μου με τέσσερα παιδιά.

Βοήθεια δεν είχα από πουθενά. H μόνη λύση ήταν να φύγω από την Πολωνία. Τα

παιδιά μου δεν μπορούσα να τα πάρω μαζί μου. Για να αγοράσω το εισιτήριο για

Ελλάδα δανείσθηκα. Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω τη στιγμή όπου τα

αποχαιρετούσα στο σταθμό του τρένου».

H Χαλίνα Γιαρότσκα είναι μία από τις χιλιάδες οικονομικές μετανάστριες και

μητέρες που η ανεργία και τα οικονομικά προβλήματα τις ανάγκασαν να

αποχωριστούν τα παιδιά τους. Όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα οι τέσσερις στις δέκα

οικονομικές μετανάστριες έχουν υποχρεωθεί να αφήσουν πίσω στις πατρίδες τους

τα παιδιά τους και να αναζητήσουν καλύτερη τύχη για τις ίδιες και για εκείνα

μόνες τους στην Ελλάδα. H κ. Γιαρότσκα ζει και εργάζεται στην Αθήνα τα

τελευταία 14 χρόνια. «Μόλις πήρα τον πρώτο μου μισθό έτρεξα κατευθείαν στο

σούπερ μάρκετ. Αγόρασα 15 κιλά πράγματα, όσα δηλαδή μπορούσα να στείλω:

χρωματιστά μολύβια, τετράδια, καραμέλες… ό,τι φανταζόμουν πως θα τους άρεσε.

Ακόμα και σήμερα που έχουν μεγαλώσει στέλνω όλα τα λεφτά που κερδίζω για να

σπουδάσουν, να έχουν μία καλύτερη ζωή», συμπληρώνει. Λόγια που θυμίζουν το

τραγούδι από το δίσκο «Ιθαγένεια» του Γιάννη Μαρκόπουλου «Θυμάμαι τα παιδιά

μου και ιδρώνω έχω ένα χρόνο να τα δω και λειώνω».

Σύμφωνα με την έρευνα «Οικονομική και Κοινωνική Ένταξη των Μεταναστών στην

Ελλάδα», που πραγματοποιήθηκε με συνεντεύξεις 1.074 μεταναστών και πρόκειται

σύντομα να δημοσιευθεί από το ΠΑΕΠ (Παρατηρητήριο Απασχόλησης Ερευνητική –

Πληροφορική), περισσότερες από 4 στις 10 γυναίκες που μεταναστεύουν στη χώρα

μας αναγκάζονται να αποχωριστούν τα παιδιά τους. Το αντίστοιχο ποσοστό για

τους άντρες μετανάστες ανέρχεται μόλις στο 22,8%. Μάλιστα, η μετανάστευση για

γυναίκες που προέρχονται από χώρες όπως η Ουκρανία και η Βουλγαρία είναι

μοναχική υπόθεση: το 69,2% των γυναικών από την Ουκρανία και το 66,7% από την

Βουλγαρία που είναι παντρεμένες, ζουν στη χώρα μας χωρίς τους συζύγους τους.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, το 91,5% των Αλβανίδων

ζουν στην Ελλάδα μαζί με τα παιδιά τους – στην πλειονότητά τους οι Αλβανοί

μεταναστεύουν οικογενειακώς. «Το ότι μεγάλο ποσοστό γυναικών μεταναστεύει

χωρίς τα παιδιά τους οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Ορισμένες φεύγουν από τη

χώρα καταγωγής τους με την ελπίδα ότι σύντομα θα συγκεντρώσουν χρήματα και θα

γυρίσουν πίσω. Κάποιες άλλες σκοπεύουν να φέρουν τα παιδιά τους στην Ελλάδα

αφού πρώτα αποκατασταθούν οικονομικά. H μετανάστευση χωρίς παιδιά και σύζυγο

ταιριάζει άλλωστε και με τη φύση της δουλειάς των εσωτερικών οικιακών βοηθών,

όπου και απασχολείται μεγάλος αριθμός γυναικών», εξηγεί η κ. Τζένη Καβουνίδη,

ερευνήτρια στο ΠΑΕΠ.



«Δούλευα 18 ώρες την ημέρα»

«Ήρθα μαζί με τον γιο μου, που τότε ήταν 9 χρόνων, με την ελπίδα να

συγκεντρώσω κάποια χρήματα. Οι δυσκολίες πολλές, αλλά τουλάχιστον μπορούσα να

ταΐσω το παιδί μου», λέει η Λιουντμίλα Μπέλιτς από τη Σιβηρία

Και στην αντίθετη όμως περίπτωση που γυναίκες μόνες αποφασίζουν να

μεταναστεύσουν μαζί με τα παιδιά τους οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι που

καλούνται να αντιμετωπίσουν είναι πολλές. «Είχα ακούσει ότι στην Ελλάδα

μπορείς να δουλέψεις και να βγάλεις καλά λεφτά. Το αποφάσισα μέσα σε ένα

βράδυ. Πήρα τον γιο μου, που τότε ήταν 9 χρόνων και ήρθαμε στην Ελλάδα. Ο

φόβος μου ήταν μεγάλος», λέει η 45χρονη Λιουντμίλα Μπέλιτς που τα τελευταία

δέκα χρόνια ζει και εργάζεται στη χώρα μας. «Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ

δύσκολα. Μέναμε σε ένα πολύ μικρό διαμέρισμα μαζί με άλλους Ρώσους, όλοι

άντρες. Μας είχαν παραχωρήσει την κουζίνα. Έπιναν πολύ…. εγώ έπλενα,

μαγείρευα… Δημιουργήθηκαν πολλές δυσάρεστες καταστάσεις, αλλά άντεξα. Όσο

για το φαγητό, ψωμί και γάλα τάιζα το παιδί. Δούλευα 18 ώρες την ημέρα, ο γιος

μου δεν με έβλεπε καθόλου. Έχει υποφέρει και αυτός πολύ», συμπληρώνει.