Στη διένεξη ανάμεσα στην Ελλαδική Εκκλησία και το Φανάρι, η N.Δ. «γέρνει»

υπέρ του Χριστόδουλου – για λόγους ψηφοθηρικούς. Μια σειρά από κορυφαία

στελέχη, με επικεφαλής τον Κώστα Μητσοτάκη και τον Μιλτιάδη Έβερτ,

επικαλούνται το εθνικό συμφέρον για να συνταχθούν με τον Αρχιεπίσκοπο, ενώ η

Ρηγίλλης περιορίζεται στη δήλωση του Κώστα Καραμανλή στη ΔΕΘ, πως «οι

πολιτικοί δεν πρέπει να ανακατεύονται στα της Εκκλησίας».

Τον Σεπτέμβριο του 1998 ο αρχηγός της N.Δ. και ο πατριάρχης Βαρθολομαίος

συμφώνησαν στην ανάδειξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως συνομιλητή της E.E.

για λογαριασμό της Ορθοδοξίας- μια κίνηση που υποσχόταν μακροπρόθεσμα

στρατηγικά πλεονεκτήματα

Το σκηνικό θυμίζει έντονα την αντιπαράθεση για τις ταυτότητες, όπου ο πρόεδρος

της N.Δ. σύρθηκε από το κόμμα στην υπογραφή του δημοψηφίσματος. Πολλοί

νεοδημοκράτες περίμεναν πως ο Κώστας Καραμανλής θα συνταχθεί με την κυρίαρχη

άποψη, για να μην ανοίξει πληγές σε μια προεκλογική περίοδο. Ο κ. Μητσοτάκης

μάλιστα υποστήριξε πως ο κ. Καραμανλής του υποσχέθηκε πως «θα το σκεφτεί», ενώ

ακόμα πιο αισιόδοξοι ήταν οι άνθρωποι της Αρχιεπισκοπής που υποστήριζαν ότι το

80% της εκλογικής βάσης της N.Δ. στηρίζει Χριστόδουλο και πως ο κ. Καραμανλής

θα πάρει αναγκαστικά θέση… Όλοι έκαναν τους λογαριασμούς τους χωρίς τον

ξενοδόχο, γιατί ο κ. Καραμανλής το «έχει σκεφτεί» ήδη από τον Σεπτέμβριο του

1998, όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας τον

Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη. Το θέμα που συζήτησαν τότε οι δυο τους ήταν η

ανάδειξη σε επίσημο επίπεδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως συνομιλητή της

Ευρωπαϊκής Ένωσης για λογαριασμό της Ορθοδοξίας – μια κίνηση που υποσχόταν

μακροπρόθεσμα στρατηγικά πλεονεκτήματα: Το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο θα

αναδεικνυόταν σε εκπρόσωπο του Ορθοδόξου πόλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (που

μεγαλώνει σημαντικά με τη διεύρυνση) και τα προβλήματα του Πατριαρχείου με την

Τουρκία (π.χ. η λειτουργία της Χάλκης) αντί να επιβαρύνουν μονομερώς την

ελληνική εξωτερική πολιτική – κάτι που παρεμπιπτόντως προβλημάτιζε ιδιαίτερα

τον κ. Πέτρο Μολυβιάτη -, θα μετατρέπονταν σε πρόβλημα των ευρω-τουρκικών

σχέσεων.

Κίνηση με αποτέλεσμα. Το όχημα βρέθηκε στον Διάλογο των Ορθόδοξων

Ευρωπαϊκών Εκκλησιών με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα που ξεκίνησε το 1996,

βρισκόταν όμως ακόμα σε διερευνητικό επίπεδο. Ο κ. Καραμανλής ανέθεσε την

προώθηση του διαλόγου στην, κατά τα λεγόμενά του, «καλύτερη ευρωβουλευτή που

γνωρίζει», την κ. Μαριέττα Γιαννάκου που τον στήριξε προσωπικά πολλές φορές –

τελευταία στην Κρήτη το 2001. Το αποτέλεσμα μπορεί κανείς να το δει στα

συμπεράσματα του 7ου διαλόγου που έγινε στις 16 και 17 Οκτωβρίου – μια μέρα

μετά τις δηλώσεις Έβερτ – στην Κωνσταντινούπολη: «Οι εταίροι ζητούν τη

δημιουργία ενός ιδιαίτερου νομικού και διεθνούς καθεστώς για το Πατριαρχείο,

την πρώτη έδρα της Ορθοδοξίας που θα αντιπροσωπεύει την Ορθοδοξία στα

κράτη-μέλη της E.E.».

«Δεν θα τον υπονομεύσουμε». Κάποιοι στη Ρηγίλλης εκτιμούν πως η

επιτυχία δεσμεύει τον κ. Καραμανλή – χωρίς να θίξει τον Χριστόδουλο – να

αποφύγει οτιδήποτε θα υπονόμευε το διεθνές κύρος του Πατριαρχείου, γιατί έτσι

θα ακύρωνε και τη δική του στρατηγική. Γι’ αυτό όταν στελέχη της N.Δ. άρχισαν

να ζητούν ανοικτά παρέμβαση υπέρ του Αρχιεπισκόπου, η Ρηγίλλης άφηνε να

διαρρεύσει πως «δεν μπορούμε να υπονομεύουμε τον Βαρθολομαίο, γιατί ωφελημένος

θα βγει ο Πατριάρχης Μόσχας» και ένιωσε ενοχλημένη από τις δηλώσεις Έβερτ.

Λύσεις «εν θερμώ» ζητούν τα στελέχη

Τέτοιες στρατηγικού χαρακτήρα ανησυχίες δεν απασχολούν όμως τα στελέχη της

N.Δ., άλλωστε οι περισσότεροι τις αγνοούν. Στους λίγους που τις συμμερίζονται

ανήκουν π.χ. ο πρώην εκπρόσωπος του κόμματος Άρης Σπηλιωτόπουλος, που είχε

παρακολουθήσει την υπόθεση στο ξεκίνημα της, αλλά και ο Θόδωρος Ρουσόπουλος.

Οι υπόλοιποι έχουν στραμμένο το βλέμμα στις ισορροπίες με την Εκκλησία στο

εσωτερικό – και ιδιαίτερα στην Αθήνα, την οποία θεωρούν ότι ο Αρχιεπίσκοπος

ελέγχει πλήρως. Υπέρ του Χριστόδουλου έχουν τοποθετηθεί: ο κ. Μητσοτάκης, που

ενδιαφέρεται για την πρωτιά του Κυριάκου και συνέστησε στον κ. Καραμανλή «να

πάρει θέση και να δώσει λύση». Ο Βύρων Πολύδωρας, ο οποίος διευκρίνισε πως

διαφωνεί με τον Πατριάρχη – στον ραδιοσταθμό 9,84. Ο Σταύρος Δήμας, που

επισήμανε «πως από την ημέρα της δήλωσης του προέδρου στη ΔΕΘ έχουν

ακολουθήσει σημαντικές εξελίξεις». Στους Χριστοδουλικούς ανήκουν ο Βαγγέλης

Μεϊμαράκης, που άφηνε να διαρρεύσει πως η Ελλάδα δεν τελειώνει στη Λάρισα,

αλλά και ο Γιώργος Σουφλιάς, που σύμφωνα με συνομιλητές του θεωρεί πως έχει

δίκιο η Εκκλησία της Ελλάδος. Βουλευτές όπως οι κ.κ. Έβερτ, Κιλτίδης,

Νικολόπουλος, Γ. Παναγιωτόπουλος, Λ. Λυμπερακίδης έχουν πάρει δημόσια θέση

υπέρ του Χριστόδουλου, ενώ οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους συντάσσονται

μαζί του στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους. Αξιοσημείωτο είναι πάντως πως οι

βουλευτές που γνωρίζουν τα εκκλησιαστικά πράγματα στη B’ Αθήνας αποφεύγουν τις

δηλώσεις. Τρεις από τους σημαντικότερους Μητροπολίτες εκεί, ο Περιστερίου

Χρυσόστομος, ο Νέας Ιωνίας Κωνσταντίνος και ο Πειραιώς Καλλίνικος, κρατούν

αποστάσεις από τους χειρισμούς του Χριστόδουλου στην κρίση. Και μπορεί να

υπάρχει η εντύπωση πως ο Αρχιεπίσκοπος ελέγχει τους «παπάδες στις ενορίες»,

είναι όμως ενδεικτικό πως ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης και ο Πάνος

Παναγιωτόπουλος, που είναι φίλος του Αρχιεπισκόπου, μπορεί να έσπευσαν να του

ευχηθούν στη γιορτή του, δεν έχουν όμως πάρει θέση δημοσίως υπέρ του.