«Αυτό που με στενοχωρεί περισσότερο, είναι ότι θα σταματήσω να μαθαίνω»: τα

τελευταία λόγια του Τσέχου συνθέτη Μπόχουσλαβ Μάρτινου.

«Είμαστε ακόμα ζωντανοί!» «Μη βιάζεσαι. Ας περιμένουμε την επαλήθευση» (του

Αλτάν, από το Εσπρέσσο)

Ποια να ήταν άραγε τα τελευταία λόγια του Μανουέλ Βάσκες Μονταλμπάν; Τι να του

πέρασε από το μυαλό όταν αντελήφθη ότι είχε έλθει το τέλος; Να σκέφτηκε ότι

δεν του άξιζε να πεθάνει σε μια «πόλη σε πλήρη αποσάθρωση», όπως χαρακτηρίζει

σε ένα από τα βιβλία του την Μπανγκόκ ο ήρωάς του Πέπε Καρβάλιο; Να θυμήθηκε

πως δεν έγραψε ποτέ εκείνες τις «συνταγές επιβίωσης» που είχε υποσχεθεί στον

κομαντάντε Μάρκος, όταν ο αρχηγός των Ζαπατίστας του παραπονέθηκε πως δεν

μπορεί να διαβάσει τα βιβλία του γιατί τον πιάνει πείνα μέσα στη ζούγκλα; Να

πέρασαν σαν φλας από μπροστά του όλες οι προσωπικότητες που πρόλαβε να

γνωρίσει, ευγενικές και μοχθηρές, δικτάτορες, επαναστάτες, μάγειροι, παπάδες,

ταξιδιώτες, ποδοσφαιριστές; Να ήταν ο γιος του η τελευταία εικόνα; Ή μήπως δεν

πρόλαβε να πει ή να σκεφτεί οτιδήποτε, τόσο ξαφνικό ήταν το τέλος, τόσο άδικοι

ήταν οι θεοί μ’ έναν άνθρωπο που – όπως είπε ο Χόρχε Σεμπρούν – ήταν πάντα με

τη μεριά της αμνηστίας, και ποτέ της αμνησίας;

Δεν θα το μάθουμε πιθανότατα ποτέ. Ίσως να το ψάξει ο Μισέλ Σνάιντερ και να το

περιλάβει στο επόμενο βιβλίο του. Ή ίσως να το κατασκευάσει. Από τα τελευταία

λόγια 36 συγγραφέων που παρελαύνουν στο βιβλίο «Φανταστικοί θάνατοι» (εκδ.

Grasset), δεν ξέρουμε ποια είναι αληθινά και ποια είναι αποκυήματα της

φαντασίας του συγγραφέα. Είπε πράγματι ο Ανατόλ Φρανς: «Μαμά, μαμά»; Ο Αλφρέ

ντε Μυσέ: «Όχι ακόμα»; Ο Αλέξανδρος Δουμάς: «Δεν θα μάθω ποτέ πώς τελειώνει»;

Ο Πούσκιν: «Κάτι με συνθλίβει»; Ο Καντ: «Αρκετά»; Ο Τολστόι: «Αγαπώ την

αλήθεια… πολύ»; Άγνωστο. Ο θάνατος, όπως και η ζωή, των συγγραφέων ήταν ένα

ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος από την εποχή του Πλούταρχου και του Διογένη του

Λαέρτιου. Επιδόθηκαν σ’ αυτό ο Ραμπελαί, ο Μονταίν, ο Σατωβριάνδος. Ο

Αλέξανδρος Δουμάς διηγήθηκε τον θάνατο του Νερβάλ, ο Τόμας ντε Κουίνσυ

περιέγραψε τον θάνατο του Καντ. Ο Μαρσέλ Σβομπ, που έγραψε τις «Φανταστικές

ζωές», πήγε στη Σαμόα αναζητώντας τον τάφο του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον. Δεν

τον βρήκε και γύρισε πίσω άρρωστος, ανίκανος πια να γράψει.

Κάθε βιογραφία, λέει ο Σνάιντερ στο περιοδικό Νουβέλ Ομπζερβατέρ, είναι

μια αυτοβιογραφία ή ένα μυθιστόρημα. Κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε θανατογραφία

είναι μια προσωπική απόπειρα να φανταστείς και να διηγηθείς τον ίδιο σου τον

θάνατο. Δεν μπορείς να γράψεις τίποτα χωρίς τον φόβο, ιδιαίτερα τον φόβο του

θανάτου. Γράφεις για να σωπάσουν οι σκιές, για να πάψουν να σε καταδιώκουν τα

φαντάσματά σου. Όσο έχεις διάθεση να διαβάζεις και να γράφεις είσαι με την

πλευρά της ζωής. Ύστερα σταματάς να διαβάζεις. Και αν είσαι από τους τυχερούς,

σε διαβάζουν.