Ταινίες όπως οι «Άγγελοι του Τσάρλι» δεν ενδιαφέρονται να αφηγηθούν μια

ολοκληρωμένη ιστορία, για να αφήσουν ελεύθερο το πεδίο για τις συνέχειες, τα

λεγόμενα σίκουελ

H νέα ταινία του περιβόητου Κουέντιν Ταραντίνο «Kill Bill» – βγαίνει στους

ελληνικούς κινηματογράφους στις 21/11 – προοριζόταν για ένα φιλμ, αλλά οι

παραγωγοί της έσπασαν το στόρι στη μέση, δημιουργώντας δύο ταινίες! Αυτή η

λογική έχει γίνει μόδα τα τελευταία χρόνια στο Χόλιγουντ. Εμπνευστής της ο

Χάρβεϊ Γουάντστιν, το αφεντικό της Miramax, που ποντάρει στη δίψα του κοινού

να μάθει «τι γίνεται παρακάτω».

Έτσι, ταινίες σαν το δεύτερο «Matrix», «Hulk», «Οι άγγελοι του Τσάρλι » δεν

ενδιαφέρονται καν να πουν μια ολόκληρη ιστορία ποντάροντας στη λογική του

σίριαλ που μένει μετέωρο για να τραβήξει από τη μύτη το κοινό. H μοναδική

παραγωγή – συνέχεια που ολοκληρωνόταν ήταν ο «Εξολοθρευτής 3» γιατί…

τέλειωνε το συμβόλαιο του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, που τον κέρδισε η πολιτική!

Με αυτή τη αντίληψη, η τέχνη του κινηματογράφου εμπορευματοποιείται ακόμα πιο

πολύ αφού δεν καταφέρνει – πιο σωστά, δεν την αφήνουν – να αφηγηθεί ούτε μία

ολόκληρη ιστορία.

H πρώτη περιπέτεια του Ιντιάνα Τζόουνς είναι που ξεκίνησε τη μόδα των

«ξεκρέμαστων» φινάλε

Χωρίς όμως ένα μεγάλο, θεαματικό τέλος, δεν υπάρχουν μεγάλες ταινίες.

Πολυαγαπημένα κλασικά έργα σαν την «Καζαμπλάνκα», την «Τσαϊνατάουν», τον

«Νονό» – και είχε σίκουελ! – ή και πρόσφατες παραγωγές, όπως «Ο μονομάχος»,

«Τιτανικός», «Έκτη αίσθηση», ολοκληρώνονται και οι προθέσεις τους είναι

έντιμες προς το κοινό.

Έτσι, πολλές μεγάλες παραγωγές του σημερινού χολιγουντιανού σινεμά αφήνουν τον

θεατή με την αίσθηση ότι παρακολούθησε ένα εκτεταμένο διαφημιστικό μιας

επόμενης ταινίας, παρά ότι έχει απολαύσει έναν ολόκληρο μύθο. Κι όπως

παραδέχεται ο Στίβεν Γκάιντος, αρχισυντάκτης του «Βαράιετι», «στις σημερινές

ταινίες υπάρχει αφόρητη ελαφρότητα και έλλειψη σοβαρότητας και βάθους». Όσο

για την ταινία που ξεκίνησε το κακό; Ο «Ιντιάνα Τζόουνς και οι κυνηγοί της

χαμένης Κιβωτού», με το φινάλε που υπόσχεται στον θεατή ότι ο ηρωικός

αρχαιολόγος θα πρέπει να επιστρέψει.

Τα σίκουελ στις ελληνικές οθόνες

Τα βουκολικά δράματα φουστανέλας «Αστέρω», «Λενιώ η βοσκοπούλα»,«Αννιώ, η

βοσκοπούλα της κατάρας» κι άλλα πολλά στη δεκαετία του ’50, τυπικά δεν είναι

σίκουελ αλλά σ’ αυτή τη λογική ακουμπούσαν. Το ίδιο ισχύει και για τις φάρσες

του Στέλιου Τατασόπουλου «Τα ντερβισόπαιδα», «Μήτρος και Μητρούσης στην

Αθήνα», «Δουλειές του ποδαριού» με τους Φραγκίσκο Μανέλλη – Θανάση Βέγγο

πρωταγωνιστές σε όλες. Αλλά και για τον «Ανήφορο» του ’63 που ακολούθησε τον

«Κατήφορο» του ’61.

Καθαρόαιμο σίκουελ έκανε ο μετρ Αλέκος Σακελλάριος, καθώς δύο χρόνια μετά

το αξέχαστο «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955) γύρισε το «Λατέρνα, φτώχεια

και γαρύφαλλο» με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Παρόμοια περίπτωση και το «Το

ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο» -’59- με το «Χτυποκάρδια στο θρανίο» του ’63.

Εκείνη την περίοδο εμφανίζονται και οι καλτ φάρσες του Θου-Βου που παρωδούν

τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ. H πρώτη -’67- λεγόταν «Βοήθεια ο Βέγγος, φανερός

πράκτωρ 000» και η δεύτερη -’69- «Επιχείρησις Γης Μαδιάμ».

Επί χούντας, οι «πατριωτικές ταινίες» α λα Τζέιμς Πάρις και τα μελό με τους

Νίκο Ξανθόπουλο και Μάρθα Βούρτση ήταν μόδα και συνέχειες προηγούμενων

επιτυχιών τους.

Μετά τη μεταπολίτευση, σίκουελ εμφανίζονται με τις ταινίες «Ο Κώτσος στην

ΕΟΚ» και «Οι Πόντιοι» με τον Κώστα Βουτσά, «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα», «Ο

παπα-Σούζας» με τον Νίκο Παπαναστασίου κ.ά.