Πέρναγα την Αιόλου στο τέλος της, λίγο πριν γίνει πεζόδρομος – πάρκινγκ,

ανάμεσα σε χαντάκια αναμόρφωσης, αλλοδαπούς που τό ‘παιζαν εργάτες, ιθαγενείς

που τό ‘παιζαν γιάπηδες και βλέπανε τη Σοφοκλέους να το παίζει Γουόλ Στρέετ κι

εμένα του ίδιου μου του εαυτού, ηθοποιού, που τό ‘παιζα παρατηρητής σωμάτων,

βλεμμάτων και υπόγειων αισθημάτων. Όλοι, λοιπόν, ο καθένας αγκαζέ με τον άλλον

του τον εαυτό, κάναμε ότι ζούμε. Και φαίνεται το καταφέρναμε καλά, γιατί μια

ισορροπία (τρόμου) έκανε τα πάντα να δουλεύουν ρολόι. Δηλαδή, δεν είδα κανέναν

να πέφτει πάνω στον άλλον, παρ’ όλο που όλοι είχαμε τα μάτια στραμμένα εντός

και παρακολουθούσαμε ο καθείς το δικό του προσωπικό βίντεο, κανέναν να μιλάει

και να μην τον καταλβαίνει ο διπλανός του, παρ’ όλο που ουδείς ήξερε τη γλώσσα

του άλλου, δεν είδα κανένα αυτοκίνητο, κανένα μηχανάκι να συγκρούεται με άλλο

παρ’ ότι ουδείς, και το λέω μετά πάσης βεβαιότητος, εφήρμοζε εις το ελάχιστον

τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας, τον περίφημο ΚΟΚ, τέλος δε, δεν είδα κανέναν να

ενοχλείται με την υβριστική ενδυματολογική επιλογή του συνανθρώπου του, και

ουδείς υπήρξε να διαμαρτυρηθεί για το άδικον της κοινωνικής, οικονομικής,

πνευματικής και αισθηματικής ανισότητος που βασίλευε στην εμπορική γωνιά της

πόλης.

Όλοι, επαναλαμβάνω, κάναμε ότι ζούσαμε υπό κανονικάς συνθήκας. Μόνο σε μια

στιγμή αισθάνθηκα το ρολόι της χειρός μου να μην είναι του χεριού μου. Οι

χτύποι του άρχισαν σαν να λιποθυμούν και βαθμιαία να εξαφανίζονται. Κάτι σαν

ένστικτο (από παλιά μέσα μου θαμμένο αλλά όχι και πεθαμένο εντελώς) έκανε τα

μάτια μου (οφθαλμούς κατ’ άλλους) να στραφούν σ’ ένα χαντάκι του Δήμου που

ξενιτεμένοι εργάτες είχαν ανοίξει για την αναμόρφωση της πλατείας. Διότι πάλι

ήθελε αναμόρφωση το μόρφωμα. Κάνω λοιπόν έτσι προς το χαντάκι και τί να δω.

Ακίνητοι αλλοδαποί εργάτες με το ένα χέρι στη μέση και το άλλο στην αξίνα, δυο

τρεις γιάπηδες με το λαπ-τοπ υπό μάλης και τα μάτια τεράστια λόγω του

αναπάντεχου και της εκπλήξεως, και γύρω μικροπωλητές μαρμαρωμένοι, νοικοκυρές

με τον γαύρο και τα κολοκυθάκια ανά χείρας, καθηλωμένες στο κακοτράχαλο

έδαφος, με το ερωτηματικό σ’ όλο τους το σώμα, και μόνο μια κόρη των Αθηνών

τεραστίων διαστάσεων, βαμμένη το αρχαιότερο επάγγελμα, μειδιούσε ελαφρώς σαν

να επαληθεύετο κάτι από καιρό στο δέρμα της γραμμένο. Δεν δίστασα ούτε στιγμή,

ακολούθησα την καμπύλη του βλέμματός των και είδα στη μέση του δρόμου μια

πιθαμή κάτω απ’ το χώμα γερτό, σαν λίγο πριν ξυπνήσει, ένα μαρμάρινο κεφάλι με

το χαμόγελο μισό, τα χείλη φαγωμένα απ’ τον καιρό, το ένα μάγουλο ακόμη

θαμμένο στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, οι βόστρυχοι χαϊδεύανε το μέτωπο, η μύτη

ίσια, το μάτι για πάντα ορθάνοιχτο στον χρόνο. Αμέσως ως διά μαγείας ό,τι

επιμελώς κρυβότανε βγήκε στο φως.

Άνθρωποι φιλήσυχοι μέχρι πρότινος άρχισαν να φωνασκούν και να έρχονται στα

χέρια, γλώσσες βαθιά κρυμμένες ήλθαν στην επιφάνεια και κανείς δεν καταλάβαινε

κανέναν. Το λαπ-τοπ του γιάπη άρχισε σιγά – σιγά να κοκκινίζει, να βγάζει

χνούδι και να γίνεται ταγάρι, τα αυτοκίνητα προχώρησαν σε συγκρούσεις ηχηρές

και μια ουρά ατέλειωτη ταξί, λεωφορείων, I.X. δημιουργήθηκε κόβοντας την

πρωτεύουσα στα δυο. Πλανόδιοι υβριστές βρίζανε κυβέρνηση, κράτος και Παναγίες.

Μόνο ένας ταξιτζής λίγο πριν επί ματαίω απεργήσει σε ερώτηση συναδέλφου του

«τι γίνεται ρε, γιατί το μποτιλιάρισμα;» απάντησε ξερά: «Γαμιέται ο Δίας».