Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Προκοπίου. Σινασός.

H Σινασός είναι χωριό που βρίσκεται 53 χλμ. ΝΔ της Καισάρειας και 6 χλμ. N-ΝΔ

από το Προκόπι, στην κοιλάδα του Ντάμσα τσάι. Οι κάτοικοί της ήταν Έλληνες

ελληνόφωνοι (243 οικογένειες, 878 άτομα το 1924) και Τούρκοι (1.000 άτομα

περίπου). H Σινασός ήταν μουδουρλίκι και υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι της

Αραβισού, στο μουτεσαριφλίκι της Νίγδης και στο βαλελίκι του Ικονίου.

Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη της Καισάρειας. Είχε σχέσεις και συναλλαγές

με ελληνικούς και τουρκικούς οικισμούς.



Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός απ’ άκρη σ’ άκρη…

(Μαρτυρία Κωστή Ρίζου, Νέο Φάληρο – αποσπάσματα)

Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κιουτάχειας, στην πρώτη σειρά, δεύτερος από

αριστερά ο A. Παπούλας, μπροστά ο Δ. Γούναρης, δίπλα του ο B. Δουσμάνης, ο N.

Θεοτόκης και ο διοικητής του A’ Σ.Σ. υποστράτηγος A. Κοντούλης. (Φωτογραφικό

Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)

Ήταν Αύγουστος του 1924 όταν έφτασε και σ’ εμάς το φοβερό μήνυμα της

Ανταλλαγής.

Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός απ’ άκρη σ’ άκρη, μόλις ήλθε στη δημογεροντία η

διαταγή της τουρκικής κυβερνήσεως, που μιλούσε για το ξεριζωμό μας. Χωρίς καν

να ερωτηθούμε, σαν να ήμαστε αγέλες προβάτων. Ήταν ανήθικο, ήταν τραγικό να

αφήσουμε έτσι να σκορπιστούν αιώνων κόποι, μόχθοι και αγώνες. Να

εγκαταλείψουμε τα σχολειά μας, τις εκκλησίες μας, τον πολιτισμό μας, τα κόκαλα

των προγόνων μας, τα όσια και ιερά μας εθνικά κειμήλια… κι όμως, δεν

μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μόνο αν ομαδικά αλλάζαμε τη θρησκεία των πατέρων

μας, τότε θα μπορούσαμε να μείνουμε. Αυτό όμως ήταν αδύνατο· ήταν αισχρό. Έτσι

υποκύψαμε στην ειμαρμένη*. Και ποιος ξέρει; – «Άδηλοι είναι αι βουλαί του

Υψίστου» – Ίσως μια μέρα μπορέσουμε να διεκδικήσουμε πάλι τα δίκαιά μας…

Έτσι σχηματίστηκε η Επιτροπή Ανταλλαγής υπό την προεδρία του αδελφού μου N.

Ρίζου. H Επιτροπή συνεννοήθηκε αμέσως με τους Σινασίτες της Πόλης, εκείνους

που διαχειρίζονταν την εκεί περιουσία της πατρίδας μας. H Επιτροπή της

Πόλης… έστειλε αμέσως ενίσχυση: χρήματα, φάρμακα κ.ά.

H Επιτροπή της Ανταλλαγής έκανε και κάτι άλλο: φορολόγησε τους πιο πλούσιους

Σινασίτες που βρίσκονταν τότε στο χωριό. Με τα χρήματα αυτά ενίσχυσε τους

απορότερους, που δεν είχαν τα μέσα να πληρώσουν τα οδοιπορικά τους.

Κάθε οικογένεια μάζευε ό,τι πολύτιμο είχε κι ό,τι μπορούσε να σώσει και τα

έκανε μπάλες. Τα άλλα, τα ζώα τους, τα έπιπλά τους, τα χωράφια τους, τα

πουλούσαν στους Τούρκους που τα ‘παιρναν για τίποτα.

H Επιτροπή άρχισε κι αυτή αμέσως το έργο της περισυλλογής των κειμηλίων. Δεν

αφήσαμε τίποτα σχεδόν από τα κοινοτικά που να μην τα πάρουμε: τα ιερά σκεύη

της εκκλησίας, των σχολειών μας τη βιβλιοθήκη, που είχε πολλά και ανεκτίμητα

συγγράμματα, τη βιβλιοθήκη της μονής του Αγίου Νικολάου, σιγίλια πατριαρχών

και μητροπολιτών, φιρμάνια των σουλτάνων σε ιδιώτες ή στην κοινότητα, ακόμα

και το χώρισμα του ιερού βήματος των εκκλησιών. Όλα τα μαζέψαμε και τα

αμπαλάραμε προσεκτικά και άρχισε η έξοδος.

Τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου αποχαιρετήσαμε για πάντα τη φιλτάτη μας

πατρίδα…

Οι Τούρκοι πάλι του χωριού μας – σ’ εμάς δεν ήρθανε καθόλου Τούρκοι

ανταλλάξιμοι -, πολύ λυπημένοι, μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν και μας

παρακαλούσαν να μη φύγουμε. Μας φέρνανε δώρα και μας ξαποστέλνανε κλαίγοντας

μισή ώρα με μουσική, με λαγούτα και βιολιά και με πένθιμα τραγούδια. Πρώτοι

έφυγαν οι άποροι. Προστάτης τους και οδηγός τους ήμουν εγώ. Ήταν διακόσιοι

περίπου άνθρωποι και χρειάσθηκαν σχεδόν σαράντα αμάξια για να μεταφερθούνε.

Έξι μέρες κάναμε για να φτάσουμε στο Ουλούκισλα κι από κει στη Μερσίνα. Όταν

περνούσαμε απ’ τα χριστιανοχώρια τα βρίσκαμε άδεια κι έρημα, γιατί, βλέπεις, η

Σινασός έφυγε τελευταία απ’ όλα τα χωριά. Το τι τραβήξαμε στο δρόμο δεν

περιγράφεται. Οι Τούρκοι είχαν πια εξαγριωθεί και κυνηγούσαν τις γυναίκες μας.

Το βράδυ φυλάγαμε βάρδιες, είτε σε χάνι βρισκόμαστε είτε στο δρόμο. Τέλος,

έπειτα από πολλά επεισόδια και περιπλανήσεις, φθάσαμε χωρίς κανένα θύμα

ευτυχώς, στο Ουλούκισλα κι από κει στη Μερσίνα.

Πιο πίσω, τρεις τέσσερις μέρες μετά από μας έφυγαν οι πλούσιοι με τα μέλη της

Επιτροπής. Αυτοί έρχονταν με δικά τους ναύλα και γερά αμάξια κι έτσι φτάσαν

στη Μερσίνα μια μέρα ύστερ’ από μας.

Στη Μερσίνα καθίσαμε δεκατέσσερις μέρες σε ένα εργοστάσιο ποτοποιίας

περιμένοντας τα κρατικά βαπόρια. Δεν ήμασταν μόνο εμείς που περιμέναμε.

Βρήκαμε εκεί Χριστιανούς απ’ όλα τα χωριά κι απ’ τα βάθη της Ασίας ακόμη, που

περίμεναν να ‘ρθει κι η σειρά τους για να φύγουν για την Ελλάδα.

Τέλος πάντων μπήκανε όλοι οι άποροι Σινασίτες σε ένα βαπόρι κρατικό που θα μας

έφερνε δωρεάν μαζί με τα φορτία μας στον Πειραιά. Ταξιδεύαμε δέκα δώδεκα

μέρες. Πολλοί αρρώστησαν απ’ τις κακουχίες και την πείνα.

Έτσι, με πολλά βάσανα φτάσαμε πια στον Πειραιά. Τα φορτία μας μείνανε στο

λιμάνι, εμάς μας πήγαν πρώτα πρώτα στον Άγιο Γιώργη στο Κερατσίνι για

απολύμανση.

Και τώρα που πατήσαμε για πρώτη φορά στη νέα μας γη, στη νέα πατρίδα, φάνηκε

ακόμη μια φορά η εγκληματική αδιαφορία του σωματείου των Σινασιτών Πειραιώς. H

μεγάλη αυτή επιτροπή όλο και συνεδρίαζε, όλο και αποφάσιζε και τίποτε πρακτικό

κι ωφέλιμο δε γινόταν. Ούτε καν σκέφθηκαν να στείλουν μια μαούνα να μαζέψουν

τα φορτία σε μέρος ασφαλισμένο και κατόπιν να τα παραδώσουν στους δικαιούχους.

Τα φορτία έμειναν αδέσποτα, όποιος είχε 10 μπάλες πήρε 78, και άλλοι τα μισά.

Μόνο των συγγενών και ευπόρων τα φορτία δε χάθηκαν. Έτσι έγινε η καταστροφή

των φτωχών πατριωτών μας…

Το σωματείο φρόντισε μόνο τους συγγενείς και τους εύπορους

…Αλλά τι έκανε η επιτροπή, το σωματείο των Σινασιτών που βρισκόταν στον

Πειραιά, για μας, για την υπεράσπιση και εξασφάλισή μας, όπως είχε καθήκον;

Ακούστε!

Μας έστειλε δύο μέλη του σωματείου – το Σινασίτη Αβραάμ Μυρωνίδη και ένα

Μαλακοπίτη, ξεχνώ το όνομά του – για να ενισχύσει και να ενθαρρύνει τους

πατριώτες και να τους συμβουλέψει πώς να αναχωρήσουν και τι άλλο να κάνουν.

Ήρθανε, ενίσχυσαν με χρήματα μόνο μερικές οικογένειες μελών της επιτροπής,

πήραν μαζί τους συγγενείς και φίλους τους και αναχωρήσανε πριν γίνει η γενική

έξοδος, χωρίς να δώσουν ούτε δεκάρα στους απόρους. Και να πεις, είχανε ταμείο

πλούσιο και δολάρια, που τους τα ‘στειλαν οι Σινασίτες της Αμερικής.

Αυτό το μέρος το ονόμασαν Νέα Σινασό, αντί να το ονομάσουν Νεκρούπολη…

Ο Συνταγματάρχης Cafer Tayyar (Egilmez) διοικητής των ενόπλων δυνάμεων των

εθνικιστών στη Θράκη. (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)

H καταστροφή για τους Σινασίτες της Μικράς Ασίας συνεχίστηκε, όταν αποφάσισαν

να τους μεταφέρουν όλους στην Ιστιαία της Ευβοίας, σε μια αγροτική δήθεν

περιφέρεια, ενώ οι ς δεν ήταν αγροτικός πληθυσμός.

Τους πήγαν εκεί χωρίς να ετοιμαστούν τα οικήματα, χωρίς καμιά σοβαρή

επιμελητεία. Τους στέλνανε εκεί με προπαγάνδα, αν δεν πάνε εγκαίρως, θα χάνανε

τα δικαιώματά τους και πολλά και διάφορα. Και τους αφήσανε εκεί, το καλοκαίρι

στη ζέστη αντίκρυ, χωρίς νερό, γιατί το νερό ήταν λιγοστό, κι άμα ήρθε ο

Ιούνιος κόπηκε ολωσδιόλου. Άρχισε η ελονοσία να τους θερίζει. Και τι

ελονοσία… οι γλώσσες τους πρήστηκαν, δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Οι κοιλιές

τους πρήστηκαν. Θέλανε να φύγουν οι ανθρώποι, να ‘ρθουν στον Πειραιά. Δεν τους

άφησαν. Έτσι πήγε σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού, χάθηκε. Δεν έφτασε αυτό. Όταν

ήρθε ο χειμώνας τούς βρήκε κάτω από σκηνές. Έκανε δυο μέτρα χιόνι, οι σκηνές

ήταν μη μου άπτου, χαλάσανε. Όλοι μείνανε έξω και πεθάνανε στα χιόνια και

στους πάγους μέσα, πολύς κόσμος. Πεθάνανε κακήν κακώς. Κι αυτό το μέρος το

ονόμασαν Νέα Σινασό, αντί να την ονομάσουν Νεκρούπολη…

* Πεπρωμένο

Χωρίς ημερομηνία