Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Καισάρειας. Ανδρονίκι (Endurluk).

Το Ανδρονίκι βρίσκεται 11 χλμ. NA της Καισάρειας στις βόρειες υπώρειες του

βουνού Τεκίρι, γύρω στα 4 χλμ. N της κορυφής του Διδύμου. Το χωριό είναι

κτισμένο μέσα σε ανώνυμη ρεματιά. Οι κάτοικοί του ήταν Έλληνες τουρκόφωνοι (53

οικογένειες – 145 άτομα) και Τούρκοι (150 άτομα). Το Ανδρονίκι ήταν

μουχταρλίκι και υπαγόταν απευθείας στο καϊμακαμλίκι της Μουταλάσκης, στο

μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι της Άγκυρας. Εκκλησιαστικά

ανήκε στη μητρόπολη της Καισάρειας. Είχε σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς

και τουρκικούς οικισμούς.



…ξεκινούσανε οι αραμπάδες φορτωμένοι μ’ ανθρώπους…

(Μαρτυρία Σίμου Αποστολίδη, Αθήνα – αποσπάσματα)

Τούρκικες οικογένειες, από την περιφέρεια του Μπαλίκεσιρ που προσέφυγαν στον

Ελληνικό Στρατό, ζητώντας προστασία («Χρονικό Μικρασιατικού Πολέμου, 1919-1922»)

Εμείς φύγαμε τελευταίοι απ’ όλους, γιατί εγώ ήμουνα στην Επιτροπή Ανταλλαγής

κι έπρεπε να φύγουνε όλοι οι άλλοι πρώτα κι ύστερα εμείς. Αύγουστο μήνα άρχισε

το φευγιό αυτό και ως τον Οκτώβρη όλοι οι Χριστιανοί είχανε φύγει. Κάθε μέρα

ξεκινούσανε οι αραμπάδες φορτωμένοι μ’ ανθρώπους και δέματα. Μεγάλοι

αραμπάδες, κλειστοί από πάνω, με 4 τροχούς που τους σέρνανε άλογα. Με τους

αραμπάδες αυτούς πηγαίνανε στην Καισάρεια, κι από κει πάλι με αραμπάδες στο

Ουλούκισλα. Εκεί μπαίνανε στο τρένο και συνέχεια πηγαίνανε στη Μερσίνα. Ένα

μήνα πριν φύγουνε οι άνθρωποι πουλούσανε τα πράματα, που δεν μπορούσανε να

πάρουνε μαζί τους. T’ αγοράζανε οι Τούρκοι και σε καλή τιμή.

Σαράντα μεγάλα κιβώτια γεμίσαμε με τα πράματα της εκκλησίας μας της Αγίας

Τριάδας. Χρυσαφικά της εκκλησίας, εικόνες, άμφια, κι ένα θαυμάσιο επιτάφιο που

είχε η εκκλησία μας. Τι γίνανε όλα αυτά; Εμείς τα παραδώσαμε στη Μερσίνα στην

Επιτροπή της Ανταλλαγής που ήτανε εκεί. Δεν ξέρω και ποτέ δεν έμαθα, αν τα

φέρανε εδώ και πού τα έχουνε. Δεκαπέντε μέρες διαλέγαμε τι θα μπορέσουμε να

πάρουμε απ’ τα πράματα της εκκλησίας. Όταν ξεχωρίσαμε τα πιο πολύτιμα, όλα τ’

άλλα που μείνανε – το πιο πολύ εικόνες – τα βάλαμε σ’ ένα λάκκο στον αυλόγυρο

της Αγίας Τριάδας κι ανάψαμε φωτιά και τα κάψαμε να μην τ’ αφήσουμε στους

Τούρκους. Όλοι είχανε έρθει εκεί στην αυλή της εκκλησίας και προσκυνούσανε τη

φωτιά.

Ίων Δραγούμης, θύμα του διχασμού. O Έλληνας διπλωμάτης εκτελέστηκε από

παραστρατιωτικούς μετά την απόπειρα κατά του E. Βενιζέλου στο Παρίσι.

(«Χρονικό Μικρασιατικού Πολέμου, 1919-1922»)

Όταν τελειώσανε όλα, μπήκαμε κι εμείς σ’ έναν αραμπά, φορτώσαμε κι όλα τα

κιβώτια και φύγαμε… Είχαμε στην τσέπη μας ένα πιστόλι. Στην Καισάρεια όλοι

μας είπανε να το πετάξουμε γιατί γίνεται έλεγχος και θα βρούμε τον μπελά μας.

Εμείς όμως το κρατήσαμε και κανένας δε μας είπε τίποτε. Ως την τελευταία

στιγμή που πατούσαμε το πόδι μας στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι δείξανε την

καλοσύνη και την τιμιότητά τους.

Όταν πήγαμε στη Μερσίνα, δε φύγαμε μαζί μ’ όλους τους άλλους. Προσπαθούσαμε να

μείνουμε όσο το δυνατόν περισσότερο.

Δε θέλαμε να φύγουμε, γιατί εκεί ήτανε το συμφέρον μας. Ο πατέρας μου, όσο

έμενε εκεί, έπαιρνε τα ενοίκια απ’ τα κτήματα που είχε στ’ Άδανα. Ως την

τελευταία ώρα πληρώνανε οι Τούρκοι τα νοίκια. Εκεί είχαμε τεράστια περιουσία.

Δυο μεγάλα ξενοδοχεία και δυο εστιατόρια και άλλα μαγαζιά. Μια μέρα όμως που

καθόμουνα στο καφενείο στη Μερσίνα ήρθανε δύο Τούρκοι με πολιτικά και με

παρακαλέσανε να πάω στο καρακόλι*. Εκεί ο αστυνόμος με πολλή ευγένεια μου είπε

ότι δεν είναι δυνατόν πια να μείνουμε άλλο στη Μερσίνα, κι έπρεπε μέσα σε

είκοσι τέσσερις ώρες να φύγουμε. Τέτοια διαταγή είχε έρθει. Την άλλη μέρα

έφευγε ένα πλοίο του Lloyd Triestino, μπαρκάραμε και φύγαμε για την Ελλάδα.

H αποζημίωση που πήραμε εδώ ήτανε μηδαμινή. Καμιά σχέση δεν έχει μ’ αυτά που

αφήσαμε. Έχω μεγάλη επιθυμία να μπορέσω να πάω κάποτε στο χωριό μας και να δω

παλιούς φίλους Τούρκους. Πήγα πριν δυο χρόνια στην Πόλη, αλλά δεν κατάφερα να

προχωρήσω πιο μέσα.

24.5.1957

* Αστυνομικό τμήμα