Περιφέρεια Κωνσταντινούπολης. Χηλή.

H Χηλή (Sile) είναι παραθαλάσσια κωμόπολη στον Εύξεινο Πόντο, 52 χλμ. ΒΔ της

Νικομήδειας και 58 χλμ. BA της Κωνσταντινούπολης. Πριν το 1922 είχε γύρω στα

1.000 ελληνικά και 500 τούρκικα σπίτια. Ήταν έδρα Καζά και υπαγόταν στη

Μητρόπολη Χαλκηδόνας.



Ήρθαμε για λίγες μέρες και θα φύγουμε

(Μαρτυρία Βρετού Μενεξόπουλου – αποσπάσματα)

Έλληνας χωροφύλακας σε δρόμο της Σμύρνης την άνοιξη του 1921 (Φωτογραφικό

Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)

Εκεί στη Χηλή που ήμασταν, είδαμε τους Έλληνες· τέλος του ’19 θαρρώ ήταν. Την

πρώτη φορά ήρθαν για δύο – τρεις μέρες μόνο, για να καθαρίσουν τον τόπο από

ατάκτους και ν’ ακολουθήσουν οι Εγγλέζοι. Ξεκίνησαν γι’ αυτή την εκκαθάριση

δυο τμήματα στρατού, ένα από το Τσιμπουκλί, από την πλευρά του Βοσπόρου κι ένα

από τη Νικομήδεια· επικεφαλής και των δύο τμημάτων ήταν Εγγλέζοι. Στις

ελληνικές δυνάμεις που ήταν στο Τσιμπουκλί διοικητής ήταν ο Βλαχόπουλος και

στη Νικομήδεια ο Γαργαλίδης.

Εκείνοι που ξεκίνησαν κι έρχονταν από το Τσιμπουκλί, ξεγελούσαν τον επικεφαλής

Εγγλέζο και στο δρόμο καίγαν τα τουρκοχώρια. Βάζαν δικούς μας να πυροβολούν

από την κατεύθυνση των χωριών και μ’ αυτή την πρόφαση πήγαιναν και τα καίγαν

και τα λεηλατούσαν. Κατεβάζαν τα ζώα στο Σκούταρι και τα πουλάγαν για δυο

δεκάρες. Όταν όμως κατάλαβε το κόλπο ο Εγγλέζος, τους γύρισε πίσω.

Όσοι ήρθαν από τη Νικομήδεια δεν πείραξαν κανένα, ούτε και βρήκαν αντίσταση.

Μπήκαν ελεύθερα στη Χηλή. Γίνηκε δοξολογία στην εκκλησία και κατόπι μίλησε

ένας Έλληνας αξιωματικός, γιατρός, και είπε: «Εμείς ήρθαμε για λίγες μέρες και

θα φύγουμε. Να είστε αδελφωμένοι με τους Τούρκους».

Πάντως πήγαν και ξεγυμνώσαν μερικούς πλούσιους Τούρκους – δε μίλησε κανένας

απ’ το φόβο τους. Και τη μέρα που φεύγαν, στο δρόμο τους επάνω ήταν ένα τζαμί

κι οι στρατιώτες πυροβολούσαν επάνω του χωρίς να τους λένε τίποτα οι

αξιωματικοί.

Μετά ήρθαν οι Εγγλέζοι και κάθισαν έξω απ’ τη Χηλή. Βάλαν συρματοπλέγματα γύρω

– γύρω στο στρατόπεδό τους, και τα βαπόρια τους στ’ ανοιχτά περίμεναν. Κατά το

διάστημα εκείνο υπήρχε και η τουρκική αστυνομία στη Χηλή, δεν καταργήθηκε.

Μετά πεντέξι μήνες φύγαν αυτοί και ήρθε ο ελληνικός στρατός. Στρατοπέδεψαν

εκεί που ήταν πριν οι Εγγλέζοι. Όταν έπεσε όμως ο Βενιζέλος, τους διώξαν τους

Έλληνες οι Άγγλοι κι από την περιοχή της Κωνσταντινούπολης κι από τη

Νικομήδεια. Πήραν διαταγή να φύγουν κι εκείνοι που ήταν στη Χηλή. Γίναμε

εχθροί με τους Άγγλους κι ενώ πριν η ελληνική σημαία κυμάτιζε στο μέσο των

συμμαχικών, μετά την κατεβάσαν.

Στη Χηλή έμεινε τότε ένας υπαξιωματικός Κατσαρός με καμιά δεκαριά Έλληνες

στρατιώτες, λιποτάκτες του στρατού. Μάζεψαν και μερικούς Χηλήτες και φύλαγαν

τάχα τη Χηλή, αλλά ο σκοπός τους ήταν να κλέβουν. Πήγαιναν στα χωριά, τάχα πως

γυρεύαν τουφέκια, πιάναν κανέναν πλούσιο Τούρκο, τον κρεμούσαν ανάποδα και

ανάβαν χόρτα από κάτω, για να μαρτυρήσει πού έχουν όπλα, κι ύστερα πήγαινε

ένας Χηλήτης και του ‘λεγε «δώσε εκατό λίρες να σε γλυτώσουμε».

Όταν ξανάρθαν οι Άγγλοι αυτός ο Κατσαρός έφυγε, πήγε στην Πόλη και προσπάθησε

να φύγει.

Έβαλε σε μια μαούνα τα πράματά του και τη Χηλήτισσα τη γυναίκα του, αλλά τον

πιάσαν οι Τούρκοι και τον φέραν πίσω – φυσικά τότε είχαν πλακώσει οι κεμαλικοί

στη Χηλή – και τον κόβαν λίγο – λίγο.

Τσέτες δεν εμφανίστηκαν στην περιοχή μας στο διάστημα της ανακωχής, εκτός από

εκείνους τους άτακτους που ήρθαν αρχή – αρχή και κάψαν τα χωριά μας πριν

φτάσουν τα ελληνικά και τα συμμαχικά στρατεύματα. Μια και καλή, όταν γίνηκε η

Καταστροφή, είδαμε τους κεμαλικούς.

Το 1922 που έγινε η Καταστροφή εμείς δεν φοβηθήκαμε, γιατί η ουδετέρα ζώνη

ήταν στη Ρήβα και οι Άγγλοι σ’ εμάς κοντά στρατοπεδευμένοι. Γι’ αυτό δε

φύγαμε, μολονότι δυο μέρες πριν γράψαν οι εφημερίδες στην Πόλη, ότι

δεκατέσσερις χιλιάδες τουρκικός στρατός έρχεται να καταλάβει τη Χηλή.

Οι πρώτοι που μπήκαν ήταν καμία σαρανταριά. Τους υποδέχτηκαν Τούρκοι και

Χριστιανοί. Πήγαν, κατέλαβαν τις αρχές και μπροστά στο δικαστήριο,

συγκεντρώθηκαν όλοι και μίλησε ο Χότζας, ο παπάς, μίλησε κι ένας Τούρκος

αξιωματικος κι είπε: «Παιδιά, πόλεμος ήταν και πέρασε. Ό,τι έγινε, έγινε. Τώρα

να πάτε στις δουλειές σας και δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα».

Εκείνη τη μέρα άνοιξαν τα μαγαζιά, αλλά το βράδυ μπήκαν δεκατέσσερις χιλιάδες

μέσα κι άρχισαν τη λεηλασία. Χάλασε ο κόσμος εκείνο το βράδυ. Και τα πλοία τ’

αγγλικά εκεί απέναντι κάναν φωτοβολίες* και σεργιανούσαν.

Εκείνη τη μέρα εγώ έφυγα με τα πόδια για την Πόλη. Στο δρόμο συνάντησα

εγγλέζικο ιππικό που ερχόταν για τη Χηλή. Αλλ’ αυτοί άμα είδαν που κατελήφθη

απ’ τους κεμαλικούς, δεν προχώρησαν παραπάνω από το Αχματλί κι έμειναν εκεί

έξι μήνες ακόμα μετά που φύγαν όλοι οι Ρωμιοί απ’ τη Χηλή· και τα πλοία τους

έξω απ’ τη Χηλή, βλέπαν που τυραννούσαν τον κόσμο, ώσπου ν’ απομακρυνθούν κι ο

τελευταίος Ρωμιός…

Οχτώ μέρες βάσταξε η λεηλασία της Χηλής

1902. Ελληνικός γάμος στην Κέρμιρα (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών

Σπουδών, αδημοσίευτη φωτογραφία) – Έλληνες βουλευτές της Οθωμανικής Βουλής

(Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών) – Καθηγητές και

τελειόφοιτοι της Ιερατικής Σχολής, 1914-15 (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου

Μικρασιατικών Σπουδών)

Εγώ πηγαίνοντας τότε στην Πόλη, τη Χαρταλιμή, το Παντείχι τα βρήκα άδεια·

είχαν φύγει στην Πόλη. Πριν από μένα είχα στείλει στην Πόλη την αδελφή μου και

τον αδελφό μου και μείναμε εκεί ώσπου να ‘ρθει κι η μάνα μας που την αφήσαμε

στη Χηλή. Εκείνη μας διηγήθηκε τη συνέχεια κι άλλοι πατριώτες μας που ήρθαν

έπειτα.

Οχτώ μέρες βάσταξε η λεηλασία της Χηλής. Κυρίως τα μαγαζιά σπάσαν. Μικρά

πράματα κλέψαν κι από σπίτια κι ατιμάσαν.

Στις οχτώ μέρες ήρθε αγγλικό βαπόρι να πάρει τους χριστιανούς κι έπρεπε να

‘χει πέντε λίρες το άτομο, για να πληρώσει τη βάρκα που θα το πήγαιναν στο

βαπόρι. Αλλά οι Τούρκοι τους ψάχναν έναν – έναν στην παραλία, άντρες τους

άντρες και γυναίκες τις γυναίκες κι είχανε δυο βαρέλια· το ένα για τα

χρυσαφικά και τ’ ασήμια και τ’ άλλο για τις μπαγκανότες.

Ύστερα το πλοίο τούς πήγε στο Γαλατά και τους βάλαν στις εκκλησίες, στην

Παναγιά και το Σταυρό, κι ύστερα από δεκαπέντε μέρες ήρθε ένα φορτηγό να μας

πάρει – κι απ’ άλλα πολλά χωριά, όχι μόνο από τα δικά μας. Εξήμισι χιλιάδες

κόσμος μπήκαμε σ’ εκείνο το βαπόρι και μας φέραν στην Καλαμάτα.

Αλλά εκατό πέντε άντρες της Χηλής, δεν τους άφησαν να φύγουν. Τους πήραν και

πιο πάνω απ’ το αρμένικο χωριό το Μπαχτσετζίκ, σ’ ένα τούρκικο χωριό, τους

βάλαν στο τζαμί να τους σκοτώσουν, αλλά οι χωρικοί ξεσηκώθηκαν και δεν θέλαν.

Τους βγάλαν τότε παραέξω σε κάτι καπνοφυτείες – ψηλά ήταν τα καπνά – κι εκεί

τους ξεγυμνώσαν πρώτα, τους δέσαν δυο – δυο, και με τις μαχαιριές τους σφάξαν.

Δυο κατάφεραν να λυθούν και πετάχτηκαν στα καπνά. Τον ένα τον σκότωσαν, ο

άλλος γλύτωσε και πήγε με το φανελάκι και το σώβρακο στο Παντείχι. Τον είδε

ένας Αρμένης κοντοκτόρος του τραίνου, του έδωσε ρούχα κι ήρθε στην Πόλη.

Έκατσε κανένα μήνα στο Μπαλουκλί, στο νοσοκομείο, τον δυναμώσαν και τον

στείλαν στην Καλαμάτα. Αυτός μας τα ‘πε. Ζει τώρα στη Μακεδονία.

Όταν έφυγε ο ελληνικός πληθυσμός, δεν πέρασε πολύς καιρός και κάηκε η Χηλή και

λένε ότι οι Τούρκοι βάλαν τη φωτιά για μην πάνε πρόσφυγες από δω. Αλλά κάηκαν

και τούρκικα σπίτια.

Τα Νεοχώρια από τότε που κάηκαν δεν ξαναχτίστηκαν.

* Εννοεί ότι ρίχναν τους προβολείς