H πρόταση του εισαγγελέα κ. Λάμπρου για τους κατηγορουμένους στη δίκη της 17N

ήταν αναμενόμενη. Και ως προς την επιχειρηματολογία της και ως προς τον τρόπο

διατύπωσής της και, βεβαίως, ως προς την κατάληξή της. Έχει όμως ενδιαφέρον,

και μάλιστα μεγάλο. Όχι προφανώς για τη δικονομική της αρτιότητα, ούτε για τις

ιστορικές και τις κοινωνικοπολιτικές γνώσεις και ιδέες που συμπυκνώνει. Αλλά

γιατί απεικονίζει την πραγματικότητα της δίκης ή, ακριβέστερα, την πεποίθηση

περί την δίκη αυτών που τη διευθύνουν. Ο απλοϊκός, ηθικολογικός και πρωτόγονος

λόγος του κ. Λάμπρου, η εμπάθειά του, η δεξιά αγανάκτησή του και η α λα

«Διάπλαση των παίδων» ιδεολογική του συγκρότηση μπορεί να είναι γραφικά, αλλά

αποτελούν την εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Ο κ. Λάμπρου, όχι ίσως με την ορθότερη τακτική και επ’ ουδενί με τον

ευφυέστερο τρόπο, εκφράζει την ουσία της «αντιτρομοκρατικής» πολιτικής, το

ιδεολογικό της υπόβαθρο, τις αναλύσεις και τις στοχεύσεις της. Τα αυτά

πιστεύουν και ο κ. Μαργαρίτης ή ο κ. Ζαΐρης, απλώς οι διαφορετικοί ρόλοι και

βεβαίως οι πολύ μεγαλύτερες δυνατότητές τους από εκείνες του διόλου λαμπρού

εισαγγελέως τούς επιβάλλουν – και τους επιτρέπουν – όχι μόνο την τήρηση

στοιχειωδών προσχημάτων, αλλά, ενδεχομένως, και την έκδοση «εξισορροπητικών»

αποφάσεων. Έτσι λοιπόν ο κ. Λάμπρου με την αγόρευσή του συνόψισε μια σειρά από

δεδομένα που υποχρεώνουν έναν στοιχειωδώς αμερόληπτο παρατηρητή να θεωρεί τη

συγκεκριμένη δίκη πολιτική δίκη και παράλληλα δίκη σκοπιμότητας.

Ηθική απαξίωση των κατηγορουμένων με ταυτόχρονη καταγγελία τους ως εχθρών της

δημοκρατίας (αυτός είναι ακριβώς ο πυρήνας της «αντιτρομοκρατικής» πολιτικής:

αποϊδεολογικοποίηση και αποπολιτικοποίηση του φαινομένου της ένοπλης βίας)·

απόδοση συλλογικής ευθύνης με βάση πεποιθήσεις και ενδείξεις (η ευκολία του κ.

Λάμπρου να ενοχοποιήσει τον Γιάννη Σερίφη ή την Αγγελική Σωτηροπούλου, ακόμα

και τη Μαϊτέ Πινό, αντιστοιχεί πλήρως με τις σύγχρονες αντιλήψεις

αντιμετώπισης της τρομοκρατίας).

Υποτίμηση της αποδεικτικής διαδικασίας, στοιχειώδους γνωρίσματος του «κράτους

δικαίου» προς όφελος της αντίληψης «δεν δικάζουμε κατηγορίες, αλλά

κατηγορουμένους» (η απόδοση της ηθικής αυτουργίας στον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο,

ακόμα κι αν δεν γίνει τελικά δεκτή από το δικαστήριο, συνιστά τεράστια

οπισθοδρόμηση στο δικαιικό σύστημα) κ.λπ. Ισχυρίζομαι λοιπόν ότι ακόμα και αν

το δικαστήριο εκδώσει κάποιες απαλλακτικές αποφάσεις (πράγμα το οποίο για τον

γράφοντα έχει μείζονα «κινηματική» και θεσμική σημασία), ακόμα κι αν η

συνολική απόφασή του είναι ηπιότερη από την εισαγγελική πρόταση, τελικά,

δυστυχώς, ένας άνθρωπος από το σκοτεινό παρελθόν (έγινε δικαστής μεσούσης της

χούντας) αποκαλύπτει το διόλου λαμπρό μέλλον που προοιωνίζεται η

αντιτρομοκρατική σταυροφορία.

Ο Νίκος Γιαννόπουλος είναι μέλος του Δικτύου για τα Πολιτικά και

Κοινωνικά Δικαιώματα.